-
1 Κένταυρος
a the Centaur Cheiron, son of Kronos.Μάγνητι Κενταύρῳ P. 3.45
“ Κενταύρου κοῦραι” P. 4.103Κένταυρος ζαμενής P. 9.38
παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον N. 3.48
b a monster, son of Ixion, father of Centaurs.τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον P. 2.44
-
2 Κένταυρος
Κένταυροςbrigands: masc nom sg -
3 Κένταυρος
I in [dialect] Ep., a savage race, dwelling between Pelion and Ossa, Il.11.832, Od.21.295 sq. (opp. ἄνδρες, ib. 303), Hes.Sc. 184, h.Merc. 224 (perh. in signf. 11), Batr.171: hence, brigands, Hsch.II later, monsters of double shape, half-man and half-horse, Pi.P.2.44, etc., cf. Arist. Insomn. 461b20, D.S.4.69: prov., οὐ παρὰ Κενταύροισι 'we don't live in fairyland', Telecl.45.III the constellation Centaurus, Eudox. ap.Hipparch.1.2.20.IV = παιδεραστής, from the brutal sensuality ascribed to the Centaurs, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κένταυρος
-
4 Κένταυρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Κένταυρος
-
5 Κενταύροιο
Κένταυροςbrigands: masc gen sg (epic) -
6 Κενταύροις
Κένταυροςbrigands: masc dat pl -
7 Κενταύροισι
Κένταυροςbrigands: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
8 Κενταύροισιν
Κένταυροςbrigands: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
9 Κενταύρου
Κένταυροςbrigands: masc gen sg -
10 Κενταύρους
Κένταυροςbrigands: masc acc pl -
11 Κενταύρων
Κένταυροςbrigands: masc gen pl -
12 Κένταυρε
Κένταυροςbrigands: masc voc sg -
13 Κένταυροι
Κένταυροςbrigands: masc nom /voc pl -
14 Κένταυρον
Κένταυροςbrigands: masc acc sg -
15 Κενταύρω
-
16 Κενταύρῳ
-
17 Κενταύρωι
Κενταύρῳ, Κένταυροςbrigands: masc dat sg -
18 ἀμείβω
ᾰμείβω ( ἀμείβοντι coni.: aor. μειψεν, -ψαντες: med. ἀμείβεται; -όμενοι, -όμεναι, -ομένοις: fut. ἀμείψομαι: impf. ᾰμείβετο: aor. pass. pro med. ᾰμείφθη.1b passΚρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.38
2 med. c. aor. pass.a exchangeτι ἀντί τινος, ]νιν Βαβυλῶνος ἀμείψομαι[ Pae. 4.15
b answerἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη P. 4.102
c. acc. dupl.,τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.39
c requiteτὸ δἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19
ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι (i. e. ἀντιδίδοντας τῷ θεῷ τὸν ὕμνον ἀντὶ τῶν εἰς τὸν νικηφόρον εὐεργεσιῶν Σ.) I. 1.53d surpassγλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον P. 6.54
e part. in turn, by turnτοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ P. 4.93
χαλκέαις δ' ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν ἀμειβόμενοι of oxen (τοὺς πόδας ἐναλλάσσοντες Σ.) P. 4.226καρποφόροις ἁρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι, τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.9
3 dub., ἀλλ' ἐν ἀμείβοντι (Musurus: ἐναμείβοντι codd.) N. 11.42 -
19 ἑός
1 his, her, their own (suus), referring to subject of sentence or clause, but v. P. 9.105 (cf. ὅς.)αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60
κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν ( νέον coni. Bergk) O. 7.5 ἐκέλευσεν νεῦσαι, μιν (= Ῥόδον) —ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67
ἴδε βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.38
ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον P. 2.41
ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91
“ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι Φρίξος” P. 4.159μή τινα τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ, ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187
ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον (sc. δρῦς) P. 4.269τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38
ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (Mosch. met. gr.: τεῶν codd., unde καὶ τεῶν δόξαν παλαιὰν προγόνων coni. Bergk) P. 9.105δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
[ἑᾷ coni. Hermann: ἐμᾷ codd.,Σ. N. 7.85
] τίς ἄρ' ἐσλὸν Τήλεφον τρῶσεν ἑῷ δορὶ; I. 5.42ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων I. 6.69
ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν I. 8.29
τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι i. e. that had happened to himΠα.. 3. ἑάν τ' ἔφανεν φυάν Pae. 20.12
πρό]θυρον ἑόν Πα. 22. 16. ἑ]άν (cf. v. 20 ubi ἑάν del. Snell: ἑ]άν e Σ G-H supp.) Δ. 1. 3. ]πατρὸς ἑοῖο[ ?fr. 335. 8. -
20 ζαμενής
a inspired esp. of those with prophetic gifts. Αἰήτα ζαμενὴς παῖς Medea P. 4.10Κένταυρος ζαμενής P. 9.38
ἀνεψιὸς ζαμενὴς Ἑλένοιο Μέμνων N. 3.63
ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος Σιληνός (v. Aelian., V. H. 3. 18.) fr. 156.b strong, fierce of things.εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο N. 4.13
ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ Pae. 8.64
τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις πρόσκοπος ἐσάωσεν fr. 231.c frag. ]πικρο[τά]ταν κλάγεν ἀγγε[λία]ν ζαμενε[ ]τυρανν[ fr. 169. 35.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κένταυρος — brigands masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Κένταυρος — Sp Keñtavras Ap Κένταυρος/Kentavros L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κένταυρος — ο τέρας της μυθολογίας που ήταν μισός άλογο και μισός άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέσσος — Κένταυρος. Τον σκότωσε ο Ηρακλής επειδή είχε επιχειρήσει να απαγάγει τη σύζυγό του Δηιάνειρα. «Ο Κένταυρος Νέσσος παλεύει με τον Ηρακλή», γλυπτό της ελληνιστικής περιόδου (Πινακοθήκη Φλωρεντίας) … Dictionary of Greek
Φόλος — Κένταυρος, γιος του Σειληνού και μιας από τις νύμφες. Ήταν αγαθός και φιλόξενος. Κάποτε υποδέχτηκε τον Ηρακλή, που περνούσε από εκεί, και άνοιξε γι’ αυτόν ένα πιθάρι με παλιό κρασί. Ήταν τόση η ευωδιά του κρασιού αυτού, ώστε μαζεύτηκαν γρήγορα… … Dictionary of Greek
Κενταύροιο — Κένταυρος brigands masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κενταύροις — Κένταυρος brigands masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κενταύροισι — Κένταυρος brigands masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κενταύροισιν — Κένταυρος brigands masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κενταύρου — Κένταυρος brigands masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)