Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κέκραγα

  • 1 κεκραγα

        pf. к κράζω См. κραζω

    Древнегреческо-русский словарь > κεκραγα

  • 2 κραζω

         κράζω
         (ᾱ) (fut. κεκράξομαι - поздн. κράξω, aor. 1 ἔκραξα, aor. 2 ἔκρᾰγον, pf. = praes. κέκραγα См. κεκραγα, ppf. ἐκεκράγειν, imper. κέκραχθι - pl. κεκράγετε)
        1) кричать, квакать Arph.
        2) кричать, вопить
        

    (ἀπὸ τοῦ φόβου, ἔκραξεν λέγουσα NT.)

        σὺ δ΄ αὖ κέκραγας κἀναμυχθίζῃ Aesch. — а ты все вопишь и стонешь;
        κεκραγέναι πρός τινα Arph.с криком обратиться к кому-л.;
        ποίου (= περὴ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ΄ ὑπέρφρονα ; Soph. — о каком человеке ты столь нагло шумишь?;
        κεκραγώς Arst. — крича, громким голосом

        3) с криком требовать
        

    (τι Arph.)

    Древнегреческо-русский словарь > κραζω

См. также в других словарях:

  • κέκραγα — κέκρᾱγα , κράζω croak perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάραγος — κάραγος, ὁ (Α) τραχύς ήχος σαν πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται κατά πάσαν πιθανότητα με τα κράζω, κέκραγα (πρβλ. ταραχή, τάραχος: τέτρηχα)] …   Dictionary of Greek

  • κέκραγμα — κέκραγμα, τὸ (Α) κραυγή, οξεία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ τού κράζω (πρβλ. παρακμ. κέκραγα) + κατάλ. μα] …   Dictionary of Greek

  • κατακεκράκτης — κατακεκράκτης, ὁ (Α) αυτός που επιβάλλει με τις φωνές του σιγή σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεκράκτης «φωνακλάς» (< κέκραγα παρακμ. τού κράζω)] …   Dictionary of Greek

  • κεκραγάριο — το (Μ κεκραγάριον) (βυζ. μουσ.) ονομασία τροπαρίων που ψάλλονται στην αρχή τής ακολουθίας τού εσπερινού με πρώτο στίχο το «Κύριε εκέκραξα...» [ΕΤΥΜΟΛ. < κέκραγα, παρακμ. τού κράζω] …   Dictionary of Greek

  • κρίζω — (Α) 1. τρίζω 2. (για πρόσ.) κραυγάζω, ξεφωνίζω («ὥσπερ Ἰλλυριοὶ κεκριγότες», Αριστοφ.) 3. (στους Βοιωτούς) γελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κρίζω ανάγεται σε ονοματοποιία και εμφανίζει ρηματ. τύπους αντίστοιχους με εκείνους τού κράζω: ἔκριγον ἔκραγον,… …   Dictionary of Greek

  • μηκώμαι — (Α μηκῶμαι, άομαι) (για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) βγάζω στεναγμό από τον πόνο, βογγώ νεοελλ. (για βόδι) μουγκρίζω, μουγκανίζω αρχ. 1. (για τα πρόβατα ή τις αίγες) βελάζω, βληχώμαι 2. (για καταδιωκόμενο ελαφάκι ή λαγό ή κάπρο) φωνάζω, σκούζω, βγάζω …   Dictionary of Greek

  • μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»