-
1 κέδρινος
κέδρινοςof cedar: masc nom sg -
2 κεδρινός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κεδρινός
-
3 κέδρινος
-
4 κέδρινος
A of cedar,θάλαμος Il.24.192
; ;ξύλα IG11(2).161
D92 (Delos, iii B.C.);ξυλεία Plb. 10.27.10
;φατνώματα J.BJ5.5.2
;τῶν ξύλων τὰ κ. Thphr.HP5.9.8
.3 κέδρινον, τό, orange-coloured dye, PHolm. 21.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέδρινος
-
5 κεδρίνη
κέδρινοςof cedar: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κέδρινοςof cedar: fem dat sg (attic epic ionic) -
6 κεδρίνων
κέδρινοςof cedar: fem gen plκέδρινοςof cedar: masc /neut gen pl -
7 κέδρινον
κέδρινοςof cedar: masc acc sgκέδρινοςof cedar: neut nom /voc /acc sg -
8 κεδρίναις
κέδρινοςof cedar: fem dat pl -
9 κεδρίνην
κέδρινοςof cedar: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 κεδρίνης
κέδρινοςof cedar: fem gen sg (attic epic ionic) -
11 κεδρίνοις
κέδρινοςof cedar: masc /neut dat pl -
12 κεδρίνου
κέδρινοςof cedar: masc /neut gen sg -
13 κεδρίνους
κέδρινοςof cedar: masc acc pl -
14 κέδρινα
κέδρινοςof cedar: neut nom /voc /acc pl -
15 κέδριναι
κέδρινοςof cedar: fem nom /voc pl -
16 κέδρινοι
κέδρινοςof cedar: masc nom /voc pl -
17 κεδρίνα
κεδρίνᾱ, κέδρινοςof cedar: fem nom /voc /acc dualκεδρίνᾱ, κέδρινοςof cedar: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
18 κεδρίνας
κεδρίνᾱς, κέδρινοςof cedar: fem acc plκεδρίνᾱς, κέδρινοςof cedar: fem gen sg (doric aeolic) -
19 κεδρίνω
-
20 κεδρίνῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κέδρινος — of cedar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέδρινος — ή, ο (Α κέδρινος ίνη, ον) [κέδρος] 1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα») 2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον πάπ. το πορτοκαλί χρώμα … Dictionary of Greek
κέδρινος — η, ο ο κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεδρίνων — κέδρινος of cedar fem gen pl κέδρινος of cedar masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέδρινον — κέδρινος of cedar masc acc sg κέδρινος of cedar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίναις — κέδρινος of cedar fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίνη — κέδρινος of cedar fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίνην — κέδρινος of cedar fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίνης — κέδρινος of cedar fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίνοις — κέδρινος of cedar masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεδρίνου — κέδρινος of cedar masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)