1 κατοικτος
Древнегреческо-русский словарь > κατοικτος
κάτοικτος — κάτοικτος, ον (Α) άξιος οίκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικτος (< οἶκτος), πρβλ. δύσ οικτος, έπ οικτος] … Dictionary of Greek
κάτοικτος — pitiable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)