-
1 κασσυμα
атт. κάττῡμα - ατος τό1) сапожная кожа Arph.ὑποδύσασθαι ἐχθρῶν παρ΄ ἀνδρῶν καττύματα Arph. — добровольно стать жертвой вражеских интриг (досл. надеть на ноги то, что насапожничали недруги)
2) наспех сочиненная мелодия, дрянная песенка Plut. -
2 καττυμα
См. также в других словарях:
κάσσυμα — κάσσῡμα , κάσσυμα anything stitched of leather neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάσσυμα — το βλ. κάττυμα … Dictionary of Greek
Антоний I (Патриарх Константинопольский) — Патриарх Антоний I Αντώνιος Α΄ 82 й Константинопольский патриарх январь 821 январь 837 … Википедия
κάττυμα — το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) [καττύω] πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.) νεοελλ. κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα μσν. μπάλωμα αρχ. 1. είδος ελαφρών υποδημάτων 2. είδος… … Dictionary of Greek
κασσυμάτων — κασσῡμάτων , κάσσυμα anything stitched of leather neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσύματα — κασσύ̱ματα , κάσσυμα anything stitched of leather neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσύματος — κασσύ̱ματος , κάσσυμα anything stitched of leather neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καττυμάτων — καττῡμάτων , κάσσυμα anything stitched of leather neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καττύμασι — καττύ̱μασι , κάσσυμα anything stitched of leather neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καττύμασιν — καττύ̱μασιν , κάσσυμα anything stitched of leather neut dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καττύματα — καττύ̱ματα , κάσσυμα anything stitched of leather neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)