-
1 κάῤῥον
κάῤῥον, τό, Karre, Wagen, LXX.
-
2 κάρρον
κάρρονcar: neut nom /voc /acc sgκάρροςcar: masc acc sgκάρρωνstronger: masc /fem voc sgκάρρωνstronger: neut nom /voc /acc sgκρείσσωνstronger: masc /fem voc comp sg (doric)κρείσσωνstronger: neut nom /voc /acc comp sg (doric) -
3 κάρρον
κάρρον, τό,A car, cart, LXX 1 Es.5.55 (cod. A), PGoodsp.Cair. 30xxix 21 (ii A. D.), Edict.Diocl.15.38a: [full] κάρρος, ὁ, ib.39:—hence [full] καρροπηγός, ὁ, and [suff] καρρ-ποιός, ὁ, coach-builder, Gloss. -
4 κάῤῥον
κάῤῥον, τό, Karre, Wagen -
5 κάρρον
Grammatical information: n.Compounds: as 1. member in καρρο-πηγός, - ποιός (gloss.).Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.Etymology: From Lat. carrus (genus after ἅρμα; late Lat. also -um), which comes from Celtic. Further see W.-Hofmann s. carrus.Page in Frisk: 1,793Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάρρον
-
6 κάρρα
κάρρονcar: neut nom /voc /acc pl -
7 κάρρων
κάρρονcar: neut gen plκάρροςcar: masc gen plκάρρωνstronger: masc /fem nom sgκρείσσωνstronger: masc /fem nom comp sg (doric) -
8 κάρρων
A stronger, better, [dialect] Dor. for κρείσσων, Alcm.89, Epich.165, Sophr.59, Ti.Locr.94c, AP7.413.7 (Antip.), Plu.Lyc.25; κάρρον ἐστίν c. inf., it is better to.., Cerc.5.13:—hence [full] καρρόθεν, Adv. from something better, Dam. ap. Suid. s.v. κάρρων.
См. также в других словарях:
κάρρον — car neut nom/voc/acc sg κάρρος car masc acc sg κάρρων stronger masc/fem voc sg κάρρων stronger neut nom/voc/acc sg κρείσσων stronger masc/fem voc comp sg (doric) κρείσσων stronger neut nom/voc/acc comp sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρρα — κάρρον car neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρρων — κάρρον car neut gen pl κάρρος car masc gen pl κάρρων stronger masc/fem nom sg κρείσσων stronger masc/fem nom comp sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρο — (Carum). Ποώδες φυτό, ύψους 30 45 εκ., με λευκά ή –σπανιότερα– ρόδινα άνθη, που φύεται σε λιβάδια ορεινών περιοχών. Το γένος περιλαμβάνει περίπου 30 είδη, που ευδοκιμούν όλα στο βόρειο ημισφαίριο· έξι από αυτά συναντώνται και στα ελληνικά λιβάδια … Dictionary of Greek
κάρρο — το (AM κάρρον) βλ. κάρο … Dictionary of Greek
καραγωγέας — και καρραγωγέας, και καρραγωγεύς, ο ο οδηγός κάρου, αμαξιού, αμαξάς, αμαξηλάτης, αραμπατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κάρο (< αρχ. ελλ. κάρρον < λατ. carrum) + αρχ. ελλ. ἀγωγ εύς (< ἀγωγός). Η λ., στον λόγιο τ. καρραγωγεύς, απαντά από το … Dictionary of Greek
καραγός — καραγός, ὁ (Μ) 1. πρόχειρος από μεταγωγικές άμαξες και αγκαθωτά σίδερα προφυλακτικός περίβολος στρατοπέδου που χρησιμοποιούνταν για να εμποδίζεται η πορεία τού εχθρού και τών πολεμικών μηχανών 2. στον πληθ. οἱ καραγοί το σύνολο τών μεταγωγικών… … Dictionary of Greek
καρρίον — καρρίον, τὸ (Α) φρ. «καρρίον καθεδρωτόν» πολεμικό άρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + υποκορ. κατάλ. ίον (πρβλ. θηρ ίον, παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
καρροπηγός — καρροπηγός, ὁ (Α) ο κατασκευαστής κάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον + πηγός (< πήγνυμι «καρφώνω, κατασκευάζω»), πρβλ. αμαξο πηγός, ναυ πηγός] … Dictionary of Greek
καρρόθεν — (Α) επίρρ. από κάτι καλύτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρρον «καλύτερα» (συγκρ. βαθμός τού καλῶς) + κατάλ. θεν* (πρβλ. θεμελιό θεν, ουρανό θεν)] … Dictionary of Greek