-
1 κάρπωσις
-
2 καρπωσις
-
3 κάρπωσις
κάρπωσιςuse: fem nom sg -
4 κάρπωσις
κάρπωσις, ἡ, die Nutzung, der Nießbrauch; das Darbringen der Opfer von Früchten, das Opfern -
5 κάρπωσις
-εως ἡ N 3 3-0-0-0-1=4 Lv 4,10.18; 22,22; Sir 30,19burnt offering (rare Greek word originally meaning offering of yield, in LXX once rendering the Hebr.השֶּׁ ִא offering made by fire) Lv 4,10ποιήσει κάρπωσιν he will offer a burnt offering Jb 42,8Cf. MONTEVECCHI 1964, 46-47; WEVERS 1993, 110; →LSJ RSuppl -
6 κάρπωσις
A use, profit, X.Cyr.4.5.16.II offering offruits, LXXLe.4.10, al., IG 3.77 (pl., ii A. D.); sacrifice to Aphrodite at Amathus, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρπωσις
-
7 κατα-κάρπωσις
κατα-κάρπωσις, ἡ, das Verbrennen der Fruchtopfer; bei LXX. die Asche der verbrannten Fruchtopfer.
-
8 ὁλο-κάρπωσις
ὁλο-κάρπωσις, ἡ, das Darbringen eines solchen Opfers, LXX.
-
9 ἐκ-κάρπωσις
ἐκ-κάρπωσις, ἡ, Benutzung, Genuß.
-
10 καρπώσει
κάρπωσιςuse: fem nom /voc /acc dual (attic epic)καρπώσεϊ, κάρπωσιςuse: fem dat sg (epic)κάρπωσιςuse: fem dat sg (attic ionic)καρπόωbear fruit: aor subj act 3rd sg (epic)καρπόωbear fruit: fut ind mid 2nd sgκαρπόωbear fruit: fut ind act 3rd sg -
11 καρπώσεις
κάρπωσιςuse: fem nom /voc pl (attic epic)κάρπωσιςuse: fem nom /acc pl (attic)καρπόωbear fruit: aor subj act 2nd sg (epic)καρπόωbear fruit: fut ind act 2nd sg -
12 καρπώσεσι
κάρπωσιςuse: fem dat pl -
13 κάρπωσιν
κάρπωσιςuse: fem acc sg -
14 καρπεία
-
15 καρπώσεων
καρπώσεω̆ν, κάρπωσιςuse: fem gen pl -
16 καρπώσεως
καρπώσεω̆ς, κάρπωσιςuse: fem gen sg (attic) -
17 καρπώση
καρπώσηι, κάρπωσιςuse: fem dat sg (epic)καρπόωbear fruit: aor subj mid 2nd sgκαρπόωbear fruit: aor subj act 3rd sgκαρπόωbear fruit: fut ind mid 2nd sg -
18 καρπώσῃ
καρπώσηι, κάρπωσιςuse: fem dat sg (epic)καρπόωbear fruit: aor subj mid 2nd sgκαρπόωbear fruit: aor subj act 3rd sgκαρπόωbear fruit: fut ind mid 2nd sg -
19 καρπός
καρπός (A), ὁ,A fruit, in Hom. and Hes. (only in sg.), usu. of the fruits of the earth, corn, ἀρούρης κ. Il.6.142;κ. δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes.Op. 117
;κ. Δήμητρος Hdt.1.193
, etc.; ; κ. ἀρούρης, also of wine, Il.3.246; ἀμπέλινος κ. Hdt.1.212; so κ. alone, Ar. Nu. 1119 (codd. and Sch.); but of corn, opp. Βάκχιον νᾶμα, Id.Ec.14; καρποῦ ξυγκομιδή harvest, Th.3.15; κ. λωτοῖο, κρανείης, Od.9.94, 10.242; μελιηδέα κ., of grapes, Il.18.568;κ. ἐλαίας Pi.N.10.35
; τὸν ἐπέτειον κ. the crops of the year, Pi.P. 470b: generally, produce, κ. ὑγρός, of honey, Porph.Abst.2.20; also κ. εὐανθὴς μήλων, of wool, Opp.H.2.22: pl., καρπῶν ἐστερήθητε διξῶν robbed of two years' produce, Hdt. 8.142;καρπῶν ἀτελεῖς Id.6.46
; κ. ὑγροὶ καὶ ξηροί produce of trees and fields, X.Oec.5.20; ξύλινοι, σιτικοὶ κ., Str.5.4.2; of fruits offered in sacrifice, BMus.Inscr.975.7 ([place name] Amathus), cf.κάρπωσις 11
; also of taxes paid in kind, opp. Χρυσικά, PHib.1.47.5 (iii B.C.), al.II returns, profits,οἱ κ. οἱ ἐκ τῶν ἀγελῶν γενόμενοι X.Cyr.1.1.2
; τῶν ἀνηλωμένων.. τοὺς κ. Is.5.29.III of actions, fruit, profit, εἰ κ. ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου if his oracles shall bear fruit, i.e. be fulfilled, A. Th. 618; γλώσσης ματαίας κ., i. e. curses, Id.Eu. 831 codd.;ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδέν, κ. οὐ κομιστέος Id.Th. 600
; , cf. Pl.Phdr. 260d: freq. in Pi., κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε, i. e. poesy, I.8(7).50; κ. φρενῶν wisdom, P.2.74; κ. φρενός, of his own ode, O.7.8; ἥβας κ., of the bloom of youth, ib.6.58, P.9.109; later, reward, profit,ἐπιτηδευμάτων Epicur.Sent.Vat. 27
; ὅπου ὁ κίνδυνος μέγας, καὶ ὁ κ. Diog.Oen.27;κ. νίκης Hdn.8.3.6
: freq. in NT,κ. εἰρηνικὸς δικαιοσύνης Ep.Hebr.12.11
, etc. (Cf. Lat. carpo, Engl. harvest.)------------------------------------καρπός (B), ὁ,A wrist, Il.24.671, Od.24.398, Hp.Fract.3, Arist.HA 494a2, etc.; ; καρποὶ Χειρῶν ib. 891, cf. X. Cyr.6.4.2. (Perh. cf. ONorse huerfa 'turn round'.) -
20 κάρπωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρπωμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάρπωσις — use fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπώσει — κάρπωσις use fem nom/voc/acc dual (attic epic) καρπώσεϊ , κάρπωσις use fem dat sg (epic) κάρπωσις use fem dat sg (attic ionic) καρπόω bear fruit aor subj act 3rd sg (epic) καρπόω bear fruit fut ind mid 2nd sg καρπόω bear fruit fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπώσεις — κάρπωσις use fem nom/voc pl (attic epic) κάρπωσις use fem nom/acc pl (attic) καρπόω bear fruit aor subj act 2nd sg (epic) καρπόω bear fruit fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπώσεσι — κάρπωσις use fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρπωσιν — κάρπωσις use fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CARPOSIS — Hesych. Κάρπωσις, ςθυσία Α᾿φροδιτης εν Α᾿μαςθοῦντι … Hofmann J. Lexicon universale
κάρπωση — Η χρήση και η απόκτηση των προϊόντων που παράγει ένα αστικό ακίνητο, δηλαδή η είσπραξη των μισθωμάτων ή η ιδιοκατοίκηση καθώς και η άντληση υλικών οφελών από τα προϊόντα αγρών. Στην περίπτωση της νομής δημιουργείται εκ των πραγμάτων δικαίωμα κ.… … Dictionary of Greek
καρπώσιμος — καρπώσιμος, ον [κάρπωσις] 1. αυτός που παρέχει ή παράγει καρπούς 2. προσοδοφόρος, αποδοτικός … Dictionary of Greek
τέρχνος — και τρέχνος, εος, τὸ, Α 1. νεαρός βλαστός, βλαστάρι 2. στον πληθ. τέρχνεα (κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια». [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε νος (πρβλ. ἔρ νος, κτῆ νος), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεα ἐντάφια» συνδέεται με… … Dictionary of Greek
καρπώσεων — καρπώσεω̆ν , κάρπωσις use fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπώσεως — καρπώσεω̆ς , κάρπωσις use fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)