-
1 κάνης
κάνης, ητος, ὁ, Decke, Matte aus Rohr od. Schilf, auch Korb; Sol. bei Plut. Sol. 21; ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῖ Crates Poll. 10, 90, wo des Unnöthigen mehr da ist als des Nothwendigen.
-
2 κάνης
κάνης, ητος, ὁ, Decke, Matte aus Rohr od. Schilf, auch Korb; ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῖ, wo des Unnötigen mehr da ist als des Notwendigen -
3 κανης
-
4 κανής
-
5 κανῆς
-
6 κάνης
κάνηςa mat of reeds: masc nom sg -
7 κάνης
A a mat of reeds such as the Athen. women took with them when they went out, Lex Solonis ap.Plu.Sol.21: generally, mat, D.H.2.23 (pl.): prov., ὁ κ. τῆς κοίτης ὑπερέχει, of those who make a show abroad with poverty at home, Crates Com.12, cf. Phot.s.v.II = λίκνον, Poll.6.86. -
8 πολυ-κανής
πολυ-κανής, ές, viele od. viel tödtend, ϑυσίαι πατρὸς πολυκανεῖς βοτῶν, Aesch. Ag. 1142.
-
9 δορι-κανής
δορι-κανής, μόρος Aesch. Suppl. 965, der Speertod, ex em. Porson.
-
10 κάνησι
κάνηςa mat of reeds: masc dat plκαίνωkill: aor subj mp 2nd sg (epic)καίνωkill: aor subj act 3rd sg (epic) -
11 κάνητα
κάνηςa mat of reeds: masc acc sg -
12 κάνητας
κάνηςa mat of reeds: masc acc pl -
13 κάνητος
κάνηςa mat of reeds: masc gen sg -
14 κάννης
-
15 δορικανης
-
16 πολυκανης
-
17 люк
το άνοιγμα, η θυρίδαвыпускной горн. - της εξαγωγήςвыходной мор. - της εξόδουгрузовой - (мор.ав.) το στόμιο του κύτουςмашинный мор. - του μηχανοστασίουкартерный мор. - της ελαιολε-κάνηςсветовой - мор. το σπιράγιο (ξεν.), η αναφωτίςсходный мор. - της καθόδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > люк
-
18 калибр
-а α.1. διαμέτρημα (κάνης όπλου)2. (τεχ.) ακριβές μέγεθος.3. μτφ. μεγάλης ολκής.4. (τεχ.) μετρητής ελέγχου (οργάνου). -
19 нарезка
-и θ.1. κοπή, κόψιμο•нарезка хлеба το κόψιμο.ψωμιού.
2. (για έδαφος) χώρισμα, μοίρασμα.3. εγκοπή ελικοειδής. || αυλάκωση (κάνης όπλου). -
20 отверстие
-я ουδ.τρύπα, οπή, άνοιγμα•-ружейного дула η οπή (στόμιο) της κάνης του όπλου•
проломать в стене отверстие ανοίγω τρύπα στον τοίχο•
заднепроходное отверстие (ανατ.) ο πρωκτός•
заделать (заделывать) отверстие βουλώνω την τρύπα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κάνης — κάνης, ητος, ὁ (Α) 1. ψαθὶ απὸ πλεγμένο καλάμι, καλαμωτὴ, ψάθα, που φορούσαν οι Αθηναίες ὅταν έβγαιναν απὸ το σπίτι 2. παροιμ. «ὁ κάνης δὲ τῆς κοίτης ὑπερέχειν μοι δοκεῑ» για όσους έχουν άφθονα περιττά πράγματα, ενώ τούς λείπουν τα αναγκαία 3.… … Dictionary of Greek
κάνης — a mat of reeds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανῆς — καίνω kill fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνησι — κάνης a mat of reeds masc dat pl καίνω kill aor subj mp 2nd sg (epic) καίνω kill aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνητα — κάνης a mat of reeds masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνητας — κάνης a mat of reeds masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνητος — κάνης a mat of reeds masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμέτρημα — Η εσωτερική διάμετρος σωλήνα ή κάνης πυροβόλου όπλου που λαμβάνεται από το βάθος των ραβδώσεων, εφόσον πρόκειται για σωλήνα ή κάνη με ραβδώσεις. Ο όρος δ. χρησιμοποιείται για τη διάκριση των πυροβόλων όπλων, ενώ παλαιότερα η κατάταξή τους γινόταν … Dictionary of Greek
πιστόλι — Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, η χρήση του οποίου χρονολογείται από τον 15o αι. Τα πρώτα π. ήταν σχετικά μακριά όπλα, με διαμέτρημα ανάλογο των τουφεκιών, από τα οποία διέφεραν στο ότι είχαν λαβή κατάλληλη για να κρατιούνται και να χρησιμοποιούνται… … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek