Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κάμμορος

См. также в других словарях:

  • κάμμορος — κάμμορος, ον (Α) αυτός που έχει κακή μοίρα, κακόμοιρος («περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. < *κάτ μορος < *κατά μορος, που είναι «σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατά μόρον «υποταγμένος στη μοίρα». Μαρτυρείται και η… …   Dictionary of Greek

  • κάμμορος — subject to destiny masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμμορε — κάμμορος subject to destiny masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμμοροι — κάμμορος subject to destiny masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμμορον — lobster neut nom/voc/acc sg κάμμορος subject to destiny masc/fem acc sg κάμμορος subject to destiny neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμαρος — και κάμμαρος, ὁ (Α) 1. είδος τού φυτού ακόνιτο 2. το φυτό δελφίνιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. hemera «ελλέβορος», ρωσ. čemerica με την ίδια σημ., λιθουαν. kemėras «ρίγανη». Μαρτυρείται και γραφή κάμμαρος, η οποία …   Dictionary of Greek

  • περικάμμορος — ὁ, ἡ, Μ πολύ δυστυχής, άθλιος, αξιολύπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κάμμορος «αυτός που έχει κακή μοίρα»] …   Dictionary of Greek

  • πολυκάμμορος — ον, Α (ποιητ. τ.) πολύ δυστυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κάμμορος «κακόμοιρος»] …   Dictionary of Greek

  • καμμόρου — κάμμορον lobster neut gen sg κάμμορος subject to destiny masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμμόρῳ — κάμμορον lobster neut dat sg κάμμορος subject to destiny masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • kemero-, komero-, kemero- —     kemero , komero , kemero     English meaning: name of a plant     Deutsche Übersetzung: Pflanzenname     Material: O.H.G. hemera (*hamirō) “Nieswurz”, Ger. dial. hemern ds.; R.C.S. čemerъ “ poison “ (originally the Nieswurz), Russ. čemeri ca… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»