-
1 κάλυκες
κάλυξcovering: fem nom /voc pl -
2 κάλυξ,-υκος
ἡ N 3 0-0-0-0-1=1 Wis 2,8cup (of a flower); ῥόδων κάλυκες rose buds -
3 κεφαλήγονος
κεφᾰλή-γονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλήγονος
-
4 ἀρτίγονος
ἀρτί-γονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτίγονος
-
5 ἠρινός
-
6 μαλλός
Grammatical information: m.Meaning: `flock of wool' (Hes. Op. 234, Miletos VIa, A., S., Herod.);Compounds: compp., e.g. πηγεσί-μαλλος `with tight woolflocks' (Γ 197).Derivatives: μαλλωτός `provided with wool-flocks, lined w.' (Pl. Com., Str.) with μαλλωτάριον `sheepskin' (pap. V--VIp); μάλλωσις `lining with wool' (sch.; on the nomin. abl. Chantraine Form. 279, Holt Les noms d'action en - σις 152). Further μάλλυκες τρίχες H. (after ἄμπυκες, κάλυκες v. t.); with simplification of the double λ: μάλιον `long hair, pigtail' (AP 11, 157, Herm. Trism.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. By Fick KZ 20, 176 connected with Lith. mìlas `coarse, selfwoven woolen cloth'; doubting or rejecting Bq, WP. 2, 294, Pok. 721; s. also W.-Hofmann s. floccus and mollestrās, with untenable hypotheses. The word can hardly be IE (* mh₂l-?).Page in Frisk: 2,168Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μαλλός
См. также в других словарях:
κάλυκες — κάλυξ covering fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… … Dictionary of Greek
γόμωση — Από άποψη βλητικής ονομάζουμε γ. καθορισμένες ποσότητες εκρηκτικής ύλης που προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς και τεχνικούς σκοπούς. Διακρίνονται σε γ. προώθησης και σε γ. έκρηξης (εκρηκτικές). Οι πρώτες, αφού εισαχθούν στη θαλάμη ενός… … Dictionary of Greek
νεφρικός — ή, ό (ΑΜ νεφρικός, ή, όν) [νεφρός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς νεοελλ. φρ. α) «νεφρική ανεπάρκεια» ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία οι νεφροί δεν μπορούν να απεκκρίνουν από τον οργανισμό όλες τις τοξικές ουσίες που… … Dictionary of Greek
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek
γευστικός — ή, ό (AM γευστικός, ή, όν) [γεύομαι] αυτός που αναφέρεται στη γεύση, ο σχετικός με τη γεύση («γευστικοί κάλυκες», «γευστικά κύτταρα», «γευστικόν αἰσθητήριον» το όργανο τής γεύσης) νεοελλ. αυτός που έχει ευχάριστη γεύση, ο εύγευστος, ο νόστιμος… … Dictionary of Greek
γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
εκκαψυλίωση — η η αφαίρεση τών καψυλλίων από τους κάλυκες που χρησιμοποιήθηκαν στη βολή … Dictionary of Greek
εκκαψυλλιώ — ( όω) και εκκαψυλιώνω βγάζω το καψύλλιο από τους κάλυκες που χρησιμοποιήθηκαν στη βολή … Dictionary of Greek