-
1 καλπη
ἥ1) конская рысьὁ τῆς κάλπης ἀγών Plut. — конное состязание (в конце которого всадник, перейдя с галопа на рысь, соскакивал с коня и пешком добегал с ним до финиша)
2) погребальная урна -
2 Καλπη
-
3 κάλπη
η избирательная урна;κατεβαίνω στίς κάλπες — принимать участие в выборах;
βάζω κάλπη γιά βουλευτής — выдвигать свою кандидатуру в депутаты
-
4 κάλπη
[калпи] ουσ θ избирательная урна. -
5 Ηρακλειοι
ὅροι οἱ Геракловы рубежи, т.е. «Геркулесовы столпы» -
6 Στηλαι
Ἡρακλέους, Ἡράκλειοι и Ἡρακλήϊαι αἱ Геракловы (Геркулесовы) столпы, т.е. Κάλπη и Ἀβύλη Pind., Arst. -
7 ψηφοδόχος
См. также в других словарях:
κάλπη — trot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπῃ — κάλπη trot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… … Dictionary of Greek
κάλπη — η δοχείο μέσα στο οποίο οι ψηφοφόροι ρίχνουν τα ψηφοδέλτιά τους: Σε μερικούς μήνες θα στηθούν οι κάλπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάλπηι — κάλπῃ , κάλπη trot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπην — κάλπη trot fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπης — κάλπη trot fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλπις — κάλπις, ιδος, ἡ (Α) 1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί 2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους 3. κάλπη* 4. είδος ποτηριού 5. μυροδόχο αγγείο 6. Παναθηναϊκό αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
BASTITANI — Hispaniae populi prope Turdulos, qui et Bastuli. Strabo l. 3. Ε᾿νταῦθα δὲ ὄρος ἐςτὶ τῶ Ι᾿βήρων τῶ καλουμεν´ων Βαςτητανᾶν, οὕς καὶ Βαςτοῦλους καλοῦσιν, καὶ Κάλπη. Ptolemaeus, βαςτουλῶν, τῶ καλουμεν´ων Ποινῶν, Μενραλία, Τρανσδούκτα, Βαρβήσυλα,… … Hofmann J. Lexicon universale
CALPARE vel CALUPARE — CALPARE, vel CALUPARE unde Gallorum galopare, Latini dixêre de equis, a καλπάζειν vel καλπᾷν, quod currere significat; de tripedantibus equis inprimis, qui altius pedes tollendo et volubiliter glomerando grestus, quodammodo saltare et subsultim… … Hofmann J. Lexicon universale
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek