Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κάλλιμος

См. также в других словарях:

  • κάλλιμος — beautiful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλιμος — Λεπιδόπτερα της οικογένειας των νυμφαλιδών που περιλαμβάνει διάφορα είδη διαδεδομένα στη νοτιοανατολική Ασία. Στις πεταλούδες αυτές το χρώμα της επάνω επιφάνειας των πτερύγων είναι αρκετά διαφορετικό από το χρώμα της κάτω επιφάνειας. Ενώ προς τα… …   Dictionary of Greek

  • κάλλιμον — κάλλιμος beautiful masc/fem acc sg κάλλιμος beautiful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλιμα — κάλλιμος beautiful neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλιμε — κάλλιμος beautiful masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»