Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κάκοσμος

См. также в других словарях:

  • κάκοσμος — ill smelling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάκοσμος — η, ο (Α κάκοσμος, ον) αυτός που αναδίδει κακή οσμή, δυσώδης, δύσοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οσμος (< ὀσμή), πρβλ. δείν οσμος, ηδύ οσμος] …   Dictionary of Greek

  • κάκοσμος — η, ο που έχει κακή οσμή, δύσοσμος, βρομισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάκοσμον — κάκοσμος ill smelling masc/fem acc sg κάκοσμος ill smelling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσμώ — [κάκοσμος] μυρίζω άσχημα, βρομάω, αναδίδω κακοσμία …   Dictionary of Greek

  • κακόσμοις — κάκοσμος ill smelling masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόσμων — κάκοσμος ill smelling masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάκοσμα — κάκοσμος ill smelling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοσμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δυσάρεστων οσμών. Η κ. διακρίνεται σε αντικειμενική, που γίνεται αντιληπτή από το περιβάλλον του ασθενή, αλλά όχι από τον ίδιο, εξαιτίας της καταστροφής του οβλητικού βλεννογόνου, και σε… …   Dictionary of Greek

  • κακώδης — κακώδης, ες (Α) αυτός που μυρίζει άσχημα, κάκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + ώδης (πρβλ. θερμ ώδης, μελαν ώδης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»