-
1 κακοσμος
-
2 κάκοσμος
ος, ο[ν] зловонный
См. также в других словарях:
κάκοσμος — ill smelling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκοσμος — η, ο (Α κάκοσμος, ον) αυτός που αναδίδει κακή οσμή, δυσώδης, δύσοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οσμος (< ὀσμή), πρβλ. δείν οσμος, ηδύ οσμος] … Dictionary of Greek
κάκοσμος — η, ο που έχει κακή οσμή, δύσοσμος, βρομισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάκοσμον — κάκοσμος ill smelling masc/fem acc sg κάκοσμος ill smelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσμώ — [κάκοσμος] μυρίζω άσχημα, βρομάω, αναδίδω κακοσμία … Dictionary of Greek
κακόσμοις — κάκοσμος ill smelling masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόσμων — κάκοσμος ill smelling masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκοσμα — κάκοσμος ill smelling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοσμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δυσάρεστων οσμών. Η κ. διακρίνεται σε αντικειμενική, που γίνεται αντιληπτή από το περιβάλλον του ασθενή, αλλά όχι από τον ίδιο, εξαιτίας της καταστροφής του οβλητικού βλεννογόνου, και σε… … Dictionary of Greek
κακώδης — κακώδης, ες (Α) αυτός που μυρίζει άσχημα, κάκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + ώδης (πρβλ. θερμ ώδης, μελαν ώδης)] … Dictionary of Greek