-
1 καθετον
-
2 καθετος
I2 и 3(πρὸς τέν γῆν Arst.)
τριχίνη καθέτη Anth. = ἥ ὁρμιάIIἥ (sc. γραμμή) отвес, перпендикуляр(ἐν ἅπαντι ἰσοπλεύρῳ ἥ κ. ἐπὴ μέσον πίπτει Arst.; πρὸς τέν κάθετον μετρεῖσθαι Plut.)
κατὰ и πρὸς κάθετον Plut., Sext. — по перпендикуляру, вертикально, отвесно -
3 κάθετος
См. также в других словарях:
κάθετον — κάθετος let down masc/fem acc sg κάθετος let down neut nom/voc/acc sg καθίημι let fall aor imperat act 2nd dual καθίημι let fall aor ind act 2nd dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
STATERA — apud Suetonium Tito c. 25. stateram positam examine aequo: cum in altera lance etc. Graece φαλάγξ est, quam hîc intelligit, pedi suo (cuiusmodi pes in Cortabo, ut dixit Marcilius ad Hor. l. 1. Od. 27.) impositam ad perpendiculum, sive, ut Cicero… … Hofmann J. Lexicon universale
κάθετος — η, ο, θηλ. και ος (Α κάθετος ον) [καθίημι] 1. αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, ο κατακόρυφος προς την επιφάνεια τής γης 2. (γεωμ.) αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία (α. «κάθετα επίπεδα, β. «κάθετη τομή») 3 … Dictionary of Greek