-
121 как-нибудь
как-нибудь 1) κάπως κατά κάποιο τρόπο (каким-л. об разом)9 οπωσδήποτε (любым способом) 2) (когда-нибудь) καμιά φορά, κάποτε я \как-нибудь зайду καμιά φορά θα περάσω* * *1) κάπως· κατά κάποιο τρόπο (каким-л. образом); οπωσδήποτε ( любым способом)2) ( когда-нибудь) καμιά φορά, κάποτεя ка́к-нибудь зайду́ — καμία φορά θα περάσω
-
122 мнение
мнение с η γνώμη* по моему \мнениею κατά τη γνώμη μου· обмен \мнениеями η ανταλλαγή γνωμών общественное \мнение η κοινή γνώμη* * *сη γνώμηпо моему́ мне́нию — κατά τη γνώμη μου
обме́н мне́ниями — η ανταλλαγή γνωμών
обще́ственное мне́ние — κοινή γνώμη
-
123 намного
намного πολύ πιο, κατά πολύ' \намного сильнее πολύ πιο δυνατά* * *πολύ πιο, κατά πολύнамно́го сильне́е — πολύ πιο δυνατά
-
124 насколько
насколько κατά πόσο, καθόσο* \насколько мне известно... καθόσο ξέρω..., απ' ότι γνωρίζω* * *κατά πόσο, καθόσοнаско́лько мне изве́стно… — καθόσο ξέρω..., απ'ότι γνωρίζω
-
125 наступление
I наступление I с (приход) η έναρξη, το φτάσιμο, ο ερχομός· с \наступлением темноты με το σουρούπωμα, κατά το σούρουπο II наступление II с воен., спорт, η επίθεση' перейти в \наступление αρχίζω επίθεση* * *I с( приход) η έναρξη, το φτάσιμο, ο ερχομόςII с воен. спортс наступле́нием темноты́ — με το σουρούπωμα, κατά το σούρουπο
η επίθεσηперейти́ в наступле́ние — αρχίζω επίθεση
-
126 нечаянно
нечаянно άθελα· κατά λάθος (по ошибке)' извините, я \нечаянно συγνώμη, δεν το ήθελα* * *άθελα; κατά λάθος ( по ошибке)извини́те, я неча́янно — συγνώμη, δεν το ήθελα
-
127 обстоятельство
обстоятельство с η περίσταση, η περίπτωση· \обстоятельствоа изменились η κατάσταση άλλαξε· по семейным \обстоятельствоам για οικογενειακούς λόγους· смотря по \обстоятельствоам κατά και τις περιστάσεις· ни при каких \обстоятельствоах σε καμιά περίπτωση* * *сη περίσταση, η περίπτωσηобстоя́тельства измени́лись — η κατάσταση άλλαξε
по семе́йным обстоя́тельствам — για οικογενειακούς λόγους
смотря́ по обстоя́тельствам — κατά και τις περιστάσεις
ни при каки́х обстоя́тельствах — σε καμιά περίπτωση
-
128 осенью
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κάτα — (I) η (Μ κάτ[τ]α) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catta «είδος αιλουροειδούς»]. (II) κᾆτα (Α) στην αττ. διάλ. κράση τών λ. καὶ είτα … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτα — κάτος following neut nom/voc/acc pl κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτα — εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατὰ ροῦν φέρεσθαι. — См. Идти против течения … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. — τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. См. Такая красава, что в окно глянет, конь прянет, на двор выйдет три дня собаки лают … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)