-
1 невольно
-
2 нечаянно
нечаянно άθελα· κατά λάθος (по ошибке)' извините, я \нечаянно συγνώμη, δεν το ήθελα* * *άθελα; κατά λάθος ( по ошибке)извини́те, я неча́янно — συγνώμη, δεν το ήθελα
-
3 ненароком
ненарокомнареч разг ἀθελα, τυχαία, κατά τύχη:зайти куда-л, \ненароком πηγαίνω κάπου τυχαία· боюсь, \ненароком его обидеть φο-βοῦμαι μήπως ἀθελα μου τόν προσβάλλω. -
4 заронить
-оню, -онишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зароненный, βρ: -нен, -а, -оρ.σ.μ.1. μου πέφτει, άθελα•заронить ключ за сундук μου πέφτει άθελα το κλειδί πίσω από το σεντούκι.
2. προκαλώ, επιφέρω, εγείρω•заронить сомнение σπέρνω την αμφιβολία•
заронить в душе тоску προκαλώ θλίψη στην ψυχή.
παλ. εισχωρώ, μπαίνω μέσα, τυπώνομαι, (στη μνήμη, ψυχή κ.τ.τ.). -
5 выронить
выронитьсов ἀφήνω νά πέσει κάτι, ἀπολΰω, ρίχνω ἀθελα. -
6 ненамеренно
ненамеренн||онареч ὄχι ἀπό σκοποῦ, ἀθελα, ἀπροαιρέτως, ἀκουσίως. -
7 нечаянно
нечаянн||онареч1. (неожиданно) ἀπροσδόκητα·2. (случайно) ἀθελα, ἀθέλητα, ἀκουσίως, ἀπρόσεκτα. -
8 поневоле
поневоленареч ἄθελα, ἀκουσίως. -
9 involuntarily
adverb άθελά μου -
10 unknowingly
(without being aware: She had unknowingly given the patient the wrong medicine.) άθελά μου, από άγνοια- unknown -
11 выронить
[βύρανιτ"] ρ. ρίχνω άθελα -
12 ненамеренно
[νιναμιέριννα] εκίρ. άθελα, όχι από σκοπού -
13 выронить
[βύρανιτ"] ρ ρίχνω άθελα -
14 ненамеренно
[νιναμιέριννα] επίρ άθελα, όχι από σκοπού -
15 выронить
ρ.σ.μ. χάνω, μου πέφτει άθελα, χωρίς να το αντιληφθώ•выронить плеток χάνω το μαντήλι.
-
16 зацепить
-едлю, -епишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зацепленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.1. μ. αγκιστρώνω, γαντζώνω. || εγγίζω, θίγω άθελα. || σκαλώνω, στεργιώνω, αναρτώ.2. μτφ. Θίγω (αισθήματα, συμφέροντα), γγίζω εκεί που πονά.προσκόπτω, πιάνομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι•рукав -лся за гвоздь το μανίκι σκάλωσε στο καρφί.
|| γαντζώνομαι, πιάνομαι, αρπάζομαι, κρατιέμαι. -
17 невольно
επίρ.άθελα, αθέλητα, ακούσια, απροαίρετα. -
18 ненароком
επίρ.(απλ.) όχι σκόπιμα, άθελα•я толкнул его ненароком τον έσπρωξα χωρίς να το θέλω.
-
19 непрошеный
επ.ακάλεστος, απροσκάλεστος, απρόσκλητος•непрошеный гость ακάλεστος μουσαφίρης.
|| ακούσιος, άθελος•-ые слёзы άθελα (αδιάκριτα) δάκρυα.
-
20 нехотя
επίρ.απρόθυμα, ανόρεχτα, ξέκαρδα. || άθελα, ακούσια, απροαίρετα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… … Dictionary of Greek
άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… … Dictionary of Greek
αλωεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Ασωπίας, σύζυγος της Ιφιμέδειας, η οποία απέκτησε από τον Ποσειδώνα δύο γιους, τον Ώτο και τον Εφιάλτη. Ο Α. τους ανέθρεψε σαν να ήταν δικά του παιδιά (Αλωάδαι) και μεγάλωσαν τόσο γρήγορα ώστε έγιναν… … Dictionary of Greek
κυπάρισσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση τον αναφέρει ως ωραιότατο έφηβο, ευνοούμενο του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν κάποτε σκότωσε άθελά του το αγαπημένο του ελάφι, η θλίψη του ήταν αφόρητη και ο Απόλλωνας για να τον λυτρώσει τον… … Dictionary of Greek
λοκρός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Μαίρας, κόρης του Προίτου και της Αντείας. Βοήθησε τον Αμφίωνα και τον Ζήθο να χτίσουν τη Θήβα. 2. Γιος του Δία και της Μεγακλούς ή Μεγακλίτης, κόρης του Μάκαρα, και αδελφός της Θήβης. Βοήθησε… … Dictionary of Greek
πολυπλάνητος — η, ο / πολυπλάνητος, ον, ΝΜΑ πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.) 2. (για χτυπήματα)… … Dictionary of Greek
πολυπλανής — ές, Α 1. ο πολυπλάνητος, αυτός που πλανιέται άθελα του σε πολλά μέρη («ὁ δ ἐμός ἐν ἁλὶ πολυπλανὴς πόσις ὀλόμενος οἴχεται», Ευρ.) 2. ο διαρκώς κινούμενος, ασταθής («πεζὸν και ἔνυδρον καὶ πολυπλανὲς καὶ ἀπλανές», Πλάτ.) 3. (για φυτό) αυτός που… … Dictionary of Greek
πολυπλανεμένος — η, ο, Ν αυτός που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη … Dictionary of Greek
υάκινθος — I Γένος φυτών. Βλ. λ. ζουμπούλι. Υάκινθος ο ανατολικός. II Διαφανές, κιτρινέρυθρο ορυκτό, που αποτελεί παραλλαγή του ζιρκόνιου. Βρίσκεται στους ηφαιστειακούς σχηματισμούς του Εσπαλύ, στον Άνω Λείγηρα, και κατατάσσεται στην κατηγορία των πολύτιμων … Dictionary of Greek
Αλκμήνη — I Μητέρα του Ηρακλή, θυγατέρα του Ηλεκτρύωνα και της Αναξούς και σύζυγος του Αμφιτρύωνα. Σύμφωνα με τον ποιητή Άσιο ήταν θυγατέρα του Αμφιάραου και της Εριφύλης, ενώ από άλλες παραδόσεις αναφέρεται ως θυγατέρα της κόρης του Πέλοπα Λυσιδίκης ή της … Dictionary of Greek