-
81 κατα-πρηνίζω
κατα-πρηνίζω, (von einem abschüssigen Ort) hinunterstürzen; ἁλιῆας κατεπρήνιξεν ἐπάκτρων Nic. Th. 824; Nonn. D. 4, 395; auch Ios.
-
82 κατα-προ-λείπω
κατα-προ-λείπω, ganz verlassen, τούς γε καταπρολιπὼν ἐλιάσϑη Ap. Rh. 3, 1164.
-
83 κατα-προ-ίημι
κατα-προ-ίημι (s. ἵημι), hinwerfen, verächtlich hinwerfen, preisgeben, Sp.; im med. außer Acht, vorbeilassen, τοὺς ὑπὲρ τῆς ἐλευϑερίας καιρούς Pol. 1, 77, 3, τοὺς ἰδίους βίους, preisgeben, 3, 81, 4; καταπροέσϑαι wird von E. M. 495, 38 καταπροδοῦναι erkl.
-
84 κατα-πρηνής
κατα-πρηνής, ές, nach vorn niedergesenkt; bei Hom. Beiwort von χείρ, die flache, gesenkte Hand, mit der man zum Schlage ansholt, χειρὶ καταπρῃνεῖ ἐλάσας Od. 13, 164, πεπλήγετο μηρὼ χερσὶ καταπρηνέσσι Il. 15, 114. 398, vgl. 16, 792; flach daran, darauf gelegt, Od. 19, 467. – Die dor. Form καταπρανής hat Hesych., so wie Sp. das adv. καταπρανῶς.
-
85 κατα-προΐξομαι
κατα-προΐξομαι u. att. καταπροίξομαι (προῖκα), ein einzeln stehendes fut., zu welchem nur Themist. or. 14 noch den aor, καταπροίξασϑαι gebildet zu haben scheint, = umsonst, unbelohnt, unbestraft thun; ἐμεῦ δ' ἐκεῖνος οὐ καταπροΐξεται, er soll mich nicht ungestraft gehöhnt haben, Archil. frg. 23, wie Ar. οὔ τοι μὰ τὸν Δία τὸν μέγαν ἐμοῦ καταπροίξει, auf das voranstehende καταγελᾶν gehend, Nubb. 1239, was Schol, erkl. δωρεὰν ἐπεγχανῇ μοι; dgl. Vesp. 1366. 1396; nach B. A. 275 οἷον προἶκα καταφρονήσεις, ἀζήμιος ἔσῃ. Auch absolut, οὐ καταπροΐξεσϑαι ἔφη, er sagte, er solle es nicht ungestraft gethan haben, Her. 3, 36; mit dem partic., οὐ λωβησάμενος ἐμὲ καταπροΐξεται, er soll mich nicht ungestraft verletzt haben, 3, 156; οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες 5, 105, vgl. 7, 17; u. so Ar. Thesm. 566 Equ. 435. S. Lob. zu Phryn. 169, der Beispiele aus späteren Schriftstellern anführt.
-
86 κατα-πράσσω
κατα-πράσσω, att. - πράττω, ausführen, vollbringen, durchsetzen; κατέπραξας ἃ ἐβούλου Xen. An. 7, 7, 46, öfter; mit ὥςτε, οὐκ ἠδύναντο καταπρᾶξαι ὥςτε τοὺς φυγάδας μένειν Hell. 7, 4, 11; pass., τὰ καταπεπραγμένα Cyr. 7, 5, 35; verrichten, Plut. Pericl. 5. – Auch med., sich verschaffen, erwerben, πῶς μέγα ἡγοῦ τότε καταπράξασϑαι ἃ νῦν καταστρεψάμενος ἔχεις Xen. An. 7, 7, 27, ἰδίαν καταπραττόμενος ἀσφάλειαν D. Hal. 6, 68.
-
87 κατα-πράϋνσις
κατα-πράϋνσις, ἡ, Besänftigung?
-
88 κατα-πρίω
κατα-πρίω (s. πρίω), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, theilen, κύμινον Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.
-
89 κατα-πρίζω
κατα-πρίζω, = Folgdm, Sp.
-
90 κατα-πρἄΰνω
κατα-πρἄΰνω, besänftigen; Ggstz τραχύνω, Plat. Tim. 57 a; Euthyd. 228 b; Isocr. 3, 34. 4, 18 τὴν ταραχήν, beilegen, Pol. 5, 52, 14; κατεπράϋνεν αὐτὸν τῆς ὀργῆς Plut. Them. 31 S. auch καταπρηΰνω.
-
91 κατα-πρᾱκτικός
κατα-πρᾱκτικός, ή, όν, geschickt Etwas auszuführen, thatkräftig, τινός, Muson. bei Stob. Fl. 48, 67.
-
92 κατα-πρᾱγματεύομαι
-
93 κατα-πρᾱνής
κατα-πρᾱνής, ές, = καταπρηνής, w. m. s.
-
94 κατα-πτυχής
κατα-πτυχής, ές, faltenreich, Theocr. 15, 34.
-
95 κατα-πτωχεύω
κατα-πτωχεύω, zum Bettler, bettelarm machen, Plut. Cat. min. 25; pass. κατεπτωχευμένος, zum Bettler geworden, Cic. 10; ἐν κατεπτωχευμέναις τραφέντα τύχαις, in dürftigen Umständen, D. Hal. 9, 51.
-
96 κατα-πτύω
-
97 κατα-πτερόω
κατα-πτερόω, beflügeln, Sp., wie Apolld. 1, 6, 3.
-
98 κατα-πτακών
κατα-πτακών, einzelner aor. II. zu καταπτήσσω, sich verbergend, Aesch. Eum. 246.
-
99 κατα-πτοέω
κατα-πτοέω, einschüchtern; Luc. Philop. 29; Ios.
-
100 κατα-πτίσσω
κατα-πτίσσω, zerstoßen, zermalmen; neben κατακόπτω Plut. da virt. mor. 10; Stob. fl. 123, 12.
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κάτα — (I) η (Μ κάτ[τ]α) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catta «είδος αιλουροειδούς»]. (II) κᾆτα (Α) στην αττ. διάλ. κράση τών λ. καὶ είτα … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτα — κάτος following neut nom/voc/acc pl κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτα — εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατὰ ροῦν φέρεσθαι. — См. Идти против течения … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. — τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. См. Такая красава, что в окно глянет, конь прянет, на двор выйдет три дня собаки лают … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)