Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κορμούς

См. также в других словарях:

  • κορμούς — κορμός trunk masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεκτορία — (alectoria).Γένος λειχήνων της τάξης των ασκολειχήνων. Βρίσκονται στο έδαφος ή πάνω σε κορμούς δέντρων, κυρίως σε ορεινές περιοχές. Από τα 30 είδη του γένους, τα παρακάτω ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα: 1. Α. η λοφωτή,που φυτρώνει στους κορμούς… …   Dictionary of Greek

  • δρυοκολάπτης — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων,… …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • σιττίδες — Οικογένεια πουλιών, που είναι γνωστά στη χώρα μας με τα κοινά ονόματα τσοπανάκος, σφυριχτής κλπ. Είναι πολύ ευκίνητα μικρόσωμα πουλιά και είναι τα μόνα που μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν πάνω στους κορμούς των δέντρων, με τη βοήθεια των δυνατών… …   Dictionary of Greek

  • απολιθωμένα δάση — Ο όρος αναφέρεται στο οικοσύστημα του παρελθόντος που κάτω από ευνοϊκές συνθήκες απολιθώθηκε, πέτρωσε. Τα α.δ. διεθνώς θεωρούνται ανεπανάληπτα γεωλογικά μνημεία τεράστιας επιστημονικής αξίας, λόγω του μεγάλου πλούτου απολιθωμένης χλωρίδας που… …   Dictionary of Greek

  • αρμιλαρία — (armillaria melea). Ανώτερος μύκητας (μανιτάρι) της οικογένειας των αγαρικιδών, που ανήκει στους βασιδιομύκητες, δηλαδή στους μύκητες που σχηματίζουν σπόρια, τα οποία φύονται από ειδικά κύτταρα, που λέγονται βασίδια. Έχει κωνοειδή πίλο πλάτους 2… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • λουκανίδες — (lucanidae). Οικογένεια κολεοπτέρων εντόμων, που αριθμεί περισσότερα από 1.050 είδη. Τα έντομα αυτά είναι τα μεγαλύτερα κολεόπτερα και απαντούν σε αφθονία στις υποτροπικές περιοχές. Έχουν μεγάλα σαγόνια, που μερικές φορές το μέγεθός τους είναι το …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Τεγέας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τεγέας χτίστηκε στις αρχές του 20ού αι. στο χωριό Αλέα. Η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα από τα νεολιθικά έως και τα βυζαντινά χρόνια. Τα πρωιμότερα ευρήματα που εκτίθενται στο μουσείο προέρχονται από τις περιοχές… …   Dictionary of Greek

  • νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»