-
1 κάκλητος
-
2 κἄκλητος
См. также в других словарях:
κἄκλητος — ἄκλητος , ἄκλητος uncalled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κάκλητος
2 κἄκλητος
κἄκλητος — ἄκλητος , ἄκλητος uncalled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)