-
1 κάδωκε
-
2 κἄδωκε
См. также в других словарях:
κἄδωκε — ἔδωκε , δίδωμι Aër. aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κάδωκε
2 κἄδωκε
κἄδωκε — ἔδωκε , δίδωμι Aër. aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)