-
1 κατακαλύπτω
A cover up, κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν (sc. μηρούς) Il. 1.460, cf. Hdt.2.47 (tm.);με τεθνηῶτα.. κατὰ γαῖα καλύπτοι Il.6.464
;κατὰ δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν 16.325
; Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κ. 17.594;κἀμὲ θανάτου κατὰ μοῖρα καλύψαι A.Pers. 917
(anap.), cf. Hes.Op. 121, E.Tr. 1315 (lyr.), etc.:—[voice] Med., κατὰ κρᾶτα καλυψάμενος γοάασκεν having covered his head, Od.8.92; so - καλυψάμενος alone, Hdt.6.67; κἂν κατακεκαλυμμένος τις γνοίη even one veiled would perceive, Pl. Men. 76b;λογισμῷ κατακαλυψάμενος Id.Ep. 340a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακαλύπτω
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский