-
1 καρτέμιδος
-
2 κἀρτέμιδος
См. также в других словарях:
κἀρτέμιδος — Ἀρτέμιδος , Ἄρτεμις Artemis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 καρτέμιδος
2 κἀρτέμιδος
κἀρτέμιδος — Ἀρτέμιδος , Ἄρτεμις Artemis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)