-
1 κυθρίζω, κύθρινος
κυθρίζω, κύθρινος u. ä., ion. = χύτρα, χυτρίζω, χύτρινος.
-
2 χύτρινος [2]
См. также в других словарях:
χυτρίνος — και κυθρῑνος, ὁ, ΜΑ μσν. κοιλότητα σε περιστερώνα, φωλιά ζευγαριού περιστεριών αρχ. 1. βαθύ κοίλωμα σε κοίτη ποταμού ή σε βυθό έλους 2. βαθιά οπή στο έδαφος από την οποία αναβλύζει νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρος / κύθρος + επίθημα ῖνος (πρβλ. ἐλεγξ… … Dictionary of Greek
χύτρινος — και ιων. τ. κύθρινος, ίνη, ον, Α 1. πήλινος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χύτρινος η χύτρα 3. φρ. «χύτρινοι ἀγῶνες» οι αγώνες τών χύτρων, την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek