Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κύϑρινος

См. также в других словарях:

  • χυτρίνος — και κυθρῑνος, ὁ, ΜΑ μσν. κοιλότητα σε περιστερώνα, φωλιά ζευγαριού περιστεριών αρχ. 1. βαθύ κοίλωμα σε κοίτη ποταμού ή σε βυθό έλους 2. βαθιά οπή στο έδαφος από την οποία αναβλύζει νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρος / κύθρος + επίθημα ῖνος (πρβλ. ἐλεγξ… …   Dictionary of Greek

  • χύτρινος — και ιων. τ. κύθρινος, ίνη, ον, Α 1. πήλινος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χύτρινος η χύτρα 3. φρ. «χύτρινοι ἀγῶνες» οι αγώνες τών χύτρων, την τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»