-
1 κύστις
κύστις, εως u. ιδος, ἡ (κύω), Harnblase, Il. 5, 66. 13, 652; μαλλόδετοι Soph. fr. 462; vgl. Schol. Eur. Phoen. 1256; Plat. Tim. 91 a; Arist. H. A. 1, 2 u. a. Sp.; – übh. ein Beutel, aus einer Schweinsblase gemacht, ὑεία Ar. frg. 425 bei Poll. 10, 151; ein Schlauch, Ath. I, 20 a. – Beutel am Auge, οἷς τὸ ἀπὸ τῶν ὀφϑαλμῶν οἷον κύστιδες προκρέμανται Arist. physiogn. 6.
-
2 κυστις
- εως и ιδος ἥ1) мочевой пузырь Hom., Plat., Arst. etc.2) пузырь, (кузнечный) мех(ὥσπερ κύστιν φυσᾶν Arph.)
κύστιδες ὀφθαλμῶν Arst. — мешки под глазами -
3 κύστις
A bladder, Il.5.67, 13.652, S.Fr. 394, Hp.Art.41, Pl.Ti. 91a, Ph.Bel. 102.40, etc.; ὥσπερ κύστιν φυσᾶν, of the wind swelling out the clouds, Ar.Nu. 405; κ. ὑεία used as a pouch, Id.Fr. 504;οἴνου κύστεις μεστάς Phanod.19
.
См. также в других словарях:
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek