Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κύστιγξ

См. также в других словарях:

  • κύστιγξ — κύστιγξ, ιγγος, ἡ (Α) υποκορ. τού κύστις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύστις + εκφραστικό επίθημα ιγξ, ιγγ ος, κατά το φύσιγξ] …   Dictionary of Greek

  • φαύσιγξ — αύσιγγος, και φαύστιξ, ιγγος, ἡ, Α 1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα τού δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί …   Dictionary of Greek

  • ՓԱՄՓՈՒՇՏ — (փշտի.) NBH 2 0927 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 11c ՓԱՄՓՈՒՇՏ կամ ՓԱՆՓՈՒՇՏ. κυστίδιον, κύστιγξ vesica, vesicula. Մաշկեղէն պարկ կամ քսակ կենդանեաց՝ ընդունարան միզի. ... *Ասեն, թէ զփանփուշտ յորժամ փչել կամիցիս, ընկեա՛ ʼի ներքո հատ մի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»