-
1 κυρτοί
κυρτόωhump up: pres ind mp 2nd sgκυρτόωhump up: pres opt act 3rd sgκυρτόωhump up: pres ind act 3rd sg -
2 κυρτοῖ
κυρτόωhump up: pres ind mp 2nd sgκυρτόωhump up: pres opt act 3rd sgκυρτόωhump up: pres ind act 3rd sg -
3 κυρτοί
κυρτόςbulging: masc nom /voc plκυρτόωhump up: pres subj mp 2nd sgκυρτόωhump up: pres ind mp 2nd sgκυρτόωhump up: pres subj act 3rd sg -
4 κύρτοι
κύρτοςweels: masc nom /voc pl -
5 παλιμ-πλεκής
παλιμ-πλεκής, ές, zurück, entgegen geflochten, κύρτοι, Opp. Hal. 4, 47, frühere Lesart παλιμπλακής.
-
6 δίκτυον
δίκτυον, τό (δικεῖν), das Netz; bes. – a) Fischernetz; Od. 22, 386 δικτύῳ πολυωπῷ, ἅπαξ εἰρημέν.; Aesch. Ch. 499; Soph. frg. 783; καὶ κυρτοί Plat. Soph. 220 c; s. bes. die compp. – b) Jagdnetz; Her. 1, 123; Stellgarn, bes. das größere im Ggstz der kleineren ἄρκυες, Xen. Cyn. 2, 5; Poll. 5, 26; Ar. Av. 1083 u. A. – c) übertr., εἰς ἀπέραντον δίκτυον ἄτης ἐμπλεχϑήσεσϑε Aesch. Prom. 1080; ἐπὶ Τροίας πύργοις ἔβαλες δ. Ag. 349; δίκτυα δυςόρατα ἐνεπετάννυες Xen. Cyr. 1, 6, 19. – d) bei Hesych. der durchlöcherte Boden eines Siebes.
-
7 κυρτος
I.31) выгнутый, вздувшийся(κῦμα Hom.)
2) искривленный, кривой(τὼ ὤμω κυρτώ, sc. τοῦ Θερσίτου Hom.)
3) горбатый(κάμηλος Babr.)
4) согнутый в круг, закругленный(τροχός Eur.)
5) выпуклый(ἥ γῆ, ἥ γραμμή Arst.)
6) раздутый, пузатый(κύπελλα Anacr.)
II.ὅ1) верша(κύρτοι καὴ δίκτυα Plat.)
2) клетка(φυλάττειν ἐν τοῖς κύρτοις Arst.; ψιττακὸς ἀφεὴς κύρτον Anth.)
-
8 παλιμπλεκής
πᾰλιμ-πλεκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλιμπλεκής
См. также в других словарях:
κυρτοῖ — κυρτόω hump up pres ind mp 2nd sg κυρτόω hump up pres opt act 3rd sg κυρτόω hump up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτοί — κυρτός bulging masc nom/voc pl κυρτόω hump up pres subj mp 2nd sg κυρτόω hump up pres ind mp 2nd sg κυρτόω hump up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύρτοι — κύρτος weels masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύσκλοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) α) «σκολιοί» β) «oἱ πυθμένες τῶν ξηρῶν σύκων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μία γλώσσα «μύσκελος στραβόπους» η οποία καλύπτει κατά ένα μέρος την πρώτη σημ. τού μύσκλοι «σκολιοί», δηλ. κυρτοί (πρβλ. και τα ανθρωπωνύμια Μύσκελος … Dictionary of Greek
παλιμπλεκής — παλιμπλεκής, ές (Α) ο πλεγμένος προς τα πίσω («παλιμπλεκεῑς κύρτοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ πλεκής] … Dictionary of Greek
υπερμετρωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού. Στα άτομα που πάσχουν από υ., οι παράλληλες φωτεινές ακτίνες που έρχονται από μακρινά αντικείμενα, μετά τη διάθλαση τους στα οπτικά νεύρα του ματιού, σχηματίζουν την εστία τους, πίσω από τον… … Dictionary of Greek
φακόχοιρος — (phacochoerus). Αρτιοδάκτυλο της οικογένειας των συϊδών. Το θηλαστικό αυτό μπορεί να φτάσει το μήκος των 190 εκ. 45 από τα οποία ανήκουν στην ουρά, και ύψος 75 εκ έως το ακρώμιο. Είναι χοντρό και άχαρο, με παχύ, ρυτιδωμένο δέρμα γκρίζου χρώματος … Dictionary of Greek
αμμωνίτες — Θαλάσσια μαλάκια που ανήκουν στην τάξη των κεφαλοπόδων και έχουν εκλείψει. Οι α. εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα, έζησαν και αναπτύχθηκαν κυρίως στον μεσοζωικό αιώνα, κατά το τέλος του οποίου εξαφανίστηκαν ύστερα από 250 300… … Dictionary of Greek
κουφοξυλιά ή αφροξυλιά — Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των καπριφολιιδών (δικοτυλήδονα), κοινός στη βορειοηπειρωτική Ελλάδα και στα Επτάνησα, μέσα σε δροσερούς δασότοπους, σε φράχτες, σε ρυάκια κλπ. Η επιστημονική ονομασία του είναι Sambucus nigra. Είναι φυλλοβόλο… … Dictionary of Greek