Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κύριος

  • 121 разразить

    -ражу, -ражишь
    ρ.σ.μ. (απλ.)• συντρίβω, καταστρέφω.
    εκφρ.
    -и гром (Бог) ή пусть (пускай, да) -ит Бог (Господь) кого – (παλ. κ. απλ.) κακιά αστραπή ή ο Θεός να τον κάψει• να τον κάψει ο Θεός (ο Κύριος)• από το Θεό να το βρει• κακό ψόφο νά χει.
    ξεσπώ• σκάζω• εκρήγνομαι•

    воина -лась πόλεμος ξέσπασε•

    -лась гроза ξέσπασε θύελλα.

    || μτφ. εκδηλώνομαι απότομα•

    разразить рыданиями ξεσπώ σε λυγμούς•

    разразить смехом ξεσπώ σε γέλια•

    разразить аплодисментами ξεσπώ σε χειροκροτήματα.

    Большой русско-греческий словарь > разразить

  • 122 решающий

    επ. από μτχ.
    αποφασιστικός, κύριος, βασικός•

    решающий фактор αποφασιστικός παράγοντας•

    ему пренадлежитъ -ее слово τελικά θα γίνει όπως το θέλει αυτός•

    решающий момент αποφασιστική στιγμή.

    εκφρ.
    с -им голосом – με δικαίωμα ψήφου.

    Большой русско-греческий словарь > решающий

  • 123 роль

    -и, γεν. πλθ. -ей θ. κυρλξ. κ. μτφ. ο ρόλος•

    исполнить роль тайшета παίζω το ρόλο του Αμλέτου•

    главная роль κύριος (βασικός) ρόλος•

    второстепенная роль δευτερεύων ρόλος•

    играть роль παίζω ρόλο•

    трудная.роль δύσκολος ρόλος•

    раздать -и κατανέμω (μοιράζω) τους ρόλους•

    роль личности в истории ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία•

    он играет первую αυτός είναι πρωταγωνιστής του έργου.

    εκφρ.
    в -и – στο ρόλο• σαν, εν είδη•
    играть роль – έχω σημασία•
    войти в роль – αφομοιώνω το ρόλο•
    выйти из -и – εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι•
    это не играет никакой -и – αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο (δεν επιδρά καθόλου).
    θ.
    βλ. рол (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > роль

  • 124 саиб

    α.
    κύριος.

    Большой русско-греческий словарь > саиб

  • 125 сам

    сама, само (οριστική αντωνυμία).
    1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•

    вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•

    сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•

    других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•

    -а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.

    2. μόνος, εξ ιδίων•

    слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),

    3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•

    сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.

    4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•

    приехал ο τρανός ήρθε.

    5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•

    он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).

    εκφρ.
    -а, -о собой – άθελα, ακούσια•
    глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•
    - о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•
    сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•
    сам себе голова (хозяин, господинκ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•
    сам, -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο.

    Большой русско-греческий словарь > сам

  • 126 сеньор

    α.
    κύριος, σενιόρ• αφέντης.

    Большой русско-греческий словарь > сеньор

  • 127 синьор

    α. -ра, -ы θ.
    κύριος, -ία.

    Большой русско-греческий словарь > синьор

  • 128 скелетный

    επ.
    1. σκελετικός, του σκελετού.
    2. βασικός, κύριος.

    Большой русско-греческий словарь > скелетный

См. также в других словарях:

  • κύριος — having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc/fem nom sg κύ̱ριος , κῦρος the elder Cyrus neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • κύριος — α, ο επίρρ. ίως 1. κυρίαρχος: Ο στρατός είναι κύριος της κατάστασης. 2. ιδιοκτήτης, κάτοχος: Είναι κύριος πολλών οικοπέδων. 3. ουσιώδης, σπουδαιότερος. 4. στη γραμματική, κυριολεχτικός. 5. το αρσ., κύριος ως ουσ., δηλώνει το σύζυγο, τον αξιοπρεπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυρίω — κύριος having power masc nom/voc/acc dual κύριος having power masc gen sg (doric aeolic) κῡρίω , κύριος having power masc/neut nom/voc/acc dual κῡρίω , κύριος having power masc/neut gen sg (doric aeolic) κῡρίω , κύριος having power… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρίως — κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc/fem acc pl (doric) κῡρίως , κυρίως like… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύριον — κύριος having power masc acc sg κύ̱ριον , κύριος having power masc acc sg κύ̱ριον , κύριος having power neut nom/voc/acc sg κύ̱ριον , κύριος having power masc/fem acc sg κύ̱ριον , κύριος having power neut nom/voc/acc sg κυρέω hit imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρίων — κύριος having power masc gen pl κῡρίων , κύριος having power fem gen pl κῡρίων , κύριος having power masc/neut gen pl κῡρίων , κύριος having power masc/fem/neut gen pl κῡρίων , κῦρος the elder Cyrus neut gen pl (doric) κυρέω hit pres part act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρίοις — κύριος having power masc dat pl κῡρίοις , κύριος having power masc/neut dat pl κῡρίοις , κύριος having power masc/fem/neut dat pl κυρέω hit pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρίοισι — κύριος having power masc dat pl (epic ionic aeolic) κῡρίοισι , κύριος having power masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) κῡρίοισι , κύριος having power masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) κυρέω hit pres part act masc/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρίου — κύριος having power masc gen sg κῡρίου , κύριος having power masc/neut gen sg κῡρίου , κύριος having power masc/fem/neut gen sg κυριόω pres imperat act 2nd sg κυριόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρίους — κύριος having power masc acc pl κῡρίους , κύριος having power masc acc pl κῡρίους , κύριος having power masc/fem acc pl κυριόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»