Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κύριος

  • 101 капитальный

    επ.
    κεφαλαιώδης, βασικός,κύριος•

    капитальный вопрос κύριο ζήτημα•

    -ая мысль κύρια ιδέα.

    || γενικός•

    капитальный счёт γενικός λογαριασμός.

    || γερός, σταθερός, στέρεος•

    -ое произведение γερό έργο.

    εκφρ.
    - ые вложения – επενδύσεις κεφαλαίων•
    капитальный ремонт – γενική επισκευή•
    - ая стена – τοίχος αντιστήριξης•
    - ое строительство – κατασκευή δημοσίων έργων.

    Большой русско-греческий словарь > капитальный

  • 102 кардинальный

    επ.
    κύριος, βασικός, ουσιώδης• ριζικός•

    кардинальный вопрос βασικό ζήτημα•

    -ые нововведения ριζικοί νεωτερισμοί•

    -ые изменения ριζικέις αλλαγές.

    Большой русско-греческий словарь > кардинальный

  • 103 ключевой

    1. επ. του κλειδιού•

    -ое отверстие замка η κλειδαρότρυπα.

    || βασικός, κύριος•

    -ая позиция δεσπόζον (στρατηγικό) σημείο ή κλειδί.

    επ.
    πηγαίος•

    -ая води νερό από τη βρύση.

    Большой русско-греческий словарь > ключевой

  • 104 коренной

    επ.
    1. ιθαγενής, αυτόχθονας, γηγενής, ντόπιος•

    -ое население ο ντόπιος πληθυσμός•

    -ые жители οι ντόπιοι κάτοικοι, οι ιθαγενείς.

    2. ριζικός• βασικός, θεμελιώδης, ουσιαστικός•

    коренной вопрос βασικό ζήτημα•

    -ые преобразования ριζικές μεταρρυθμίσεις.

    || ο κύριος, ο βασικός, ο μεγάλος•

    -ая мачта ιστός (ακάτιος) ο μεγάλος ή ο μεσαίος.

    3. ουσ. βλ. коренник.
    εκφρ.
    - ые зубы – οι τραπεζίτες•
    - ая лошадьβλ. коренник•
    -ое месторождение горной породы; -ая порода – κοίτασμα αυτόχθονο•
    - ым образомεπίρ. ριζικά, εκ θεμελίων.

    Большой русско-греческий словарь > коренной

  • 105 магистраль

    θ.
    1. αρτηρία (συγκοινωνική)• κύρια συγκοινωνιακή γραμμή, εθνική οδός•

    железнодорожная магистраль κύρια σιδηροδρομική γραμμή•

    водные -и κύριες ατμοπλοϊκές γραμμές•

    дорожная магистраль κύρια οδική γραμμή.

    2. κύριος αγωγός ηλεκτρικού ρεύματος.

    Большой русско-греческий словарь > магистраль

  • 106 магистральный

    επ.
    κύριος, βασικός, κύριας σημασίας.

    Большой русско-греческий словарь > магистральный

  • 107 метр

    α.
    1. μέτρο•

    кубический метр κυβικό μέτρο.

    2. όργανο μέτρησης•

    складной метр πτυσσόμενο μέτρο.

    α.
    1. μέτρο στιχουργικό.
    2. μέτρο μουσικό.
    α. παλ.
    δάσκαλος, κύριος.

    Большой русско-греческий словарь > метр

  • 108 мистер

    α.
    κύριος, μίστερ.

    Большой русско-греческий словарь > мистер

  • 109 мосье

    κ. мсь κ. (απλ.) мусь, мусью α. άκλ. παλ. κύριος, παιδαγωγός.

    Большой русско-греческий словарь > мосье

  • 110 ниспослать

    (γραμμ. στοιχεία βλ. послать)
    παλ. στέλλω, χαρίζω (συνήθως για το Θεό)•

    да -т вам Господь долгие дни ας σας χαρίζει ο Κύριος μακροημέρευση (μακροβιότητα).

    Большой русско-греческий словарь > ниспослать

  • 111 обладать

    ρ.δ. (με δοτ.)
    1. κατέχω, είμαι κάτοχός, κύριος.
    2. έχω, εμφορούμαι• είμοα προικισμένος•

    обладать талантом έχω ταλέντο•

    обладать силой воли έχω ισχυρή θέληση•

    обладать голосом έχω καλή φωνή•

    обладать хорошим слухом έχω καλή ακοή.

    3. έχω γυναίκα, αγαπητικιά.
    εκφρ.
    обладать собой – είμαι εγκρατής, κυριαρχώ στον εαυτό μου.
    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ. (διαλκ.) διορθώνω, επισκευάζω• προετοιμάζω. || τακτοποιώ.
    τακτοποιούμαι•

    дело -лось η υπόθεση τακτοποιήθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > обладать

  • 112 овладеть

    ρ.σ.μ. (με οργν.).
    1. κυριεύω, καταλαβαίνω, παίρνω•

    овладеть городом κυριεύω την πόλη•

    овладеть стратегической позицией καταλαβαίνω στρατηγική θέση.

    2. υποτάσσω, κάνω υποχείριο. || κατευθύνω όπως θέλω. || γίνομαι κάτοχος, κύριος•

    овладеть имуществом γίνομαι κάτοχος περιουσίας.

    3. μαθαίνω καλά, κατέχω γνωρίζω καλά•

    овладеть русским языком κατέχω τη ρωσική γλώσσα•

    овладеть техникой и наукой καταχτώ την τεχνική και επιστήμη.

    4. καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι, με πιάνει•

    им -ло беспокойство τον κυρίευσε ανησυχία•

    отчаяние им -ло απελπισία τον έπιασε.

    5. αφομοιώνω•

    овладеть зниния-ми αφομοιώνω γνώσεις.

    εκφρ.
    овладеть собой – κυριαρχώ του εαυτού μου, αυτό επιβάλλομαι, συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > овладеть

  • 113 основной

    επ.
    βασικός•

    основной закон капитализма βασικός νόμος του καπιταλισμού•

    -ая причина βασική αιτία.

    || κύριος•

    основной капитал το κύριο κεφάλαιο.

    ουσ. ουδ. -ое το βασικό, το ουσιώδες•

    -бе и главное το βασικό και κύριο•

    -бе уже сделано το βασικό πια έγινε.

    εκφρ.
    в -ом – βασικά, κύρια.

    Большой русско-греческий словарь > основной

  • 114 пан

    -а, πλθ.α. τσιφλικάς. || κύριος, αφέντης (υπηρετών).
    εκφρ.
    пан или пропал; либо пан, либо пропал – ή τιμάρι ή τομάρι• ή ταν ή επι τας• ή του ύψους ή του βάθους• όπου το βγάλ η άκρη•
    жить -ом – ζω αρχοντικά.

    Большой русско-греческий словарь > пан

  • 115 парадный

    επ., βρί•

    -ден, -дна, -дно.

    1. της παρέλασης•

    -ое шествие η παρέλαση•

    парадный смотр η πριν την παρέλαση επιθεώρηση•

    -ая форма στολή παρέλασης.

    || γιορταστικός, γιορτινός, στολισμένος γιορτινά (για χώρο).
    2. πανηγυρικός, γιορτιάτικος. || επιδεικτικός.
    3. μπροστινός, κύριος•

    -ая дверь κύρια είσοδος.

    || ως ουσ. ουδ. -ое κ. θ. -ая η κύρια είσοδος.

    Большой русско-греческий словарь > парадный

  • 116 патрон

    α.
    1. πάτρωνας, προστάτης απελευθερωθέντος δούλου. || πολιούχος άγιος καθολικών.
    2. αφέντης, κύριος. || προϊστάμενος.
    α.
    1. φυσίγγιο, φυσέκι•

    боевой патрон ένσφαίρο φυσίγγιο•

    холостой патрон άσφαιρο φυσίγγιο.

    || κάλυκας φυσιγγίου.
    2. (τεχ.) το τρυπανούχο.
    3. βάση λάμπας, ντούι.
    4. ιχνάριο, αχνάρι, πατρόν (κοπτικής).
    5. τύπος σχεδίου σε ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > патрон

  • 117 первичный

    επ.
    1. αρχικός, πρώτος, πρωταρχικός•

    -ая обработка металла η αρχική επεξεργασία -του μετάλλου•

    первичный период развития η αρχική περίοδος ανάπτυξης.

    2. βασικός, κύριος.
    3. πρωτοβάθμιος• της βάσης•

    -ая парторганизация η κομματική οργάνωση βάσης.

    εκφρ.
    - ые породы – πρωτογενή εδάφη.

    Большой русско-греческий словарь > первичный

  • 118 первостепенный

    επ.
    πρώτιστος, πρωταρχικός, κύριος, βασικός, υπέρτατος.

    Большой русско-греческий словарь > первостепенный

  • 119 принципат

    α. παλ.
    προϊστάμενος, κύριος, αφεντικό, αφέντης.

    Большой русско-греческий словарь > принципат

  • 120 приобретатель

    α.
    1. παλ. αγοραστής.
    2. κάτοχος, κύριος, κτήτορας.

    Большой русско-греческий словарь > приобретатель

См. также в других словарях:

  • κύριος — having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc nom sg κύ̱ριος , κύριος having power masc/fem nom sg κύ̱ριος , κῦρος the elder Cyrus neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • κύριος — α, ο επίρρ. ίως 1. κυρίαρχος: Ο στρατός είναι κύριος της κατάστασης. 2. ιδιοκτήτης, κάτοχος: Είναι κύριος πολλών οικοπέδων. 3. ουσιώδης, σπουδαιότερος. 4. στη γραμματική, κυριολεχτικός. 5. το αρσ., κύριος ως ουσ., δηλώνει το σύζυγο, τον αξιοπρεπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυρίω — κύριος having power masc nom/voc/acc dual κύριος having power masc gen sg (doric aeolic) κῡρίω , κύριος having power masc/neut nom/voc/acc dual κῡρίω , κύριος having power masc/neut gen sg (doric aeolic) κῡρίω , κύριος having power… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρίως — κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc acc pl (doric) κῡρίως , κύριος having power adverbial κῡρίως , κύριος having power masc/fem acc pl (doric) κῡρίως , κυρίως like… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύριον — κύριος having power masc acc sg κύ̱ριον , κύριος having power masc acc sg κύ̱ριον , κύριος having power neut nom/voc/acc sg κύ̱ριον , κύριος having power masc/fem acc sg κύ̱ριον , κύριος having power neut nom/voc/acc sg κυρέω hit imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρίων — κύριος having power masc gen pl κῡρίων , κύριος having power fem gen pl κῡρίων , κύριος having power masc/neut gen pl κῡρίων , κύριος having power masc/fem/neut gen pl κῡρίων , κῦρος the elder Cyrus neut gen pl (doric) κυρέω hit pres part act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρίοις — κύριος having power masc dat pl κῡρίοις , κύριος having power masc/neut dat pl κῡρίοις , κύριος having power masc/fem/neut dat pl κυρέω hit pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρίοισι — κύριος having power masc dat pl (epic ionic aeolic) κῡρίοισι , κύριος having power masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) κῡρίοισι , κύριος having power masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) κυρέω hit pres part act masc/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρίου — κύριος having power masc gen sg κῡρίου , κύριος having power masc/neut gen sg κῡρίου , κύριος having power masc/fem/neut gen sg κυριόω pres imperat act 2nd sg κυριόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρίους — κύριος having power masc acc pl κῡρίους , κύριος having power masc acc pl κῡρίους , κύριος having power masc/fem acc pl κυριόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»