-
1 κύρησεν
κυρέωhit: aor ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 δαίνυμι
a act., celebrate by feasting καὶ γάμον δαίσαντα ( Ἡρακλέα)πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72
b med. feastI abs.καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93
Ὑπερβορέωνπαῤοἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31
ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον λτ; γτ; κύρησεν δαινᾰμένων. ( κεῖνον supp. Schr., πάντων Tricl.) I. 6.36II c. acc., feast uponἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24
-
3 καρύσσω
1 proclaim, cause to be proclaimed καὶ ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν (sc. Ψαῦμις) O. 5.8κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων I. 3.12
c. acc. & inf. ( φάμα)ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25
c. dat. & inf., κάρυξε δ' αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι bade P. 4.200 [ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον κήρυσσε λτ; γτ; δαινυμένων (v. l. κύρησεν) I. 6.36] -
4 κυρέω
1 come upon c. gen. ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον λτ;γτ; κύρησεν δαινυμένων (< κεῖνον> coni. Schr.: < πάντων> Tric.) I. 6.36
См. также в других словарях:
κύρησεν — κυρέω hit aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)