-
1 κύνωψ
-
2 κύνωψ
-
3 κύνωψ
-
4 cynops
cynōps, ōpis, f. (κύνωψ), Hundsauge, a) eine Pflanze, Plin. 21, 101. – b) ein Meerpolyp, Plin. 32, 147.
-
5 cynops
cynōps, ōpis, f. (κύνωψ), Hundsauge, a) eine Pflanze, Plin. 21, 101. – b) ein Meerpolyp, Plin. 32, 147. -
6 ἀχύνωψ
-
7 ἀχύνωψ
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀχύνωψ
-
8 γοῦρος
Grammatical information: m.Meaning: a cake (Sol. 38, 3).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Compared with ἄγγουρος εἶδος πλακοῦντος, with prothetic vowel and prenasalization (cf. κύνωψ\/ ἀγχύνωψ (not from *ἀνα-!). Pre-Greek. Perhaps further to γῦρις, γυρίνη.See also: Vgl.Page in Frisk: 1,322Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γοῦρος
См. также в других словарях:
κύνωψ — κύνωψ, ωπος, ὁ (Α) το φυτό αρνόγλωσσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύν(ο) * + ὤψ, ὠπός «μάτι»] … Dictionary of Greek
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek
πεντάνευρο — (πλαντάγο το μεγάλο). Φυτό της οικογένειας των πλανταγινιδών (δικοτυλήδονα), κοινότατο σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς, κατά μήκος των δρόμων και των ρυακιών, γύρω από τα σπίτια κ.α. Ανθίζει από την άνοιξη έως και όλο το … Dictionary of Greek