Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κύνειος

См. также в других словарях:

  • κύνειος — κύνειος, εία, ον (AM, Α θηλ. και κύνειος και κυνάς, άδος) [κύων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον σκύλο, κυνικός, σκυλήσιος αρχ. 1. μτφ. αθλιότατος, ελεεινός («θάνατος μὲν oὖv κύνειος», Αριστοφ.) 2. το θηλ. ως ουσ. α) ἡ κυνεία η… …   Dictionary of Greek

  • κύνειος — of masc nom sg κύνειος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θάνατος κύνειος. — См. Собаке собачья смерть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κύνειον — κύνειος of masc acc sg κύνειος of neut nom/voc/acc sg κύνειος of masc/fem acc sg κύνειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνείων — κύνειος of fem gen pl κύνειος of masc/neut gen pl κύνειος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνείοισι — κύνειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) κύνειος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνείοισιν — κύνειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) κύνειος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνείου — κύνειος of masc/neut gen sg κύνειος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνείῳ — κύνειος of masc/neut dat sg κύνειος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύνεια — κύνειος of neut nom/voc/acc pl κύνειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύνειοι — κύνειος of masc nom/voc pl κύνειος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»