-
1 κυμινδις
-
2 χαλκις
- ίδος ἥ Халкида1) тж. κύμινδις, род хищной птицы Hom.2) рыба Arst.3) тж. ζιγνίς, вид ящерицы Arst.
См. также в других словарях:
κύμινδις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύμινδις — ιδος και εως, ο και η (Α κύμινδις, ιδος) γένος αρπακτικών πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια ιερακίδες νεοελλ. σαρκοφάγα σκαθάρια που ζουν σε άγονες περιοχές κάτω από πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ασιατικής… … Dictionary of Greek
κυμίνδιδος — κύμινδις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύμινδιν — κύμινδις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)