1 κύλλια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύλλια
κύλλοβος — ή, κατά τους κωδ., κόλλοβος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ξηρὰ συκῆ» … Dictionary of Greek