-
1 κύβισις
-
2 κυβισίς
κυβισίς· κήλη, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβισίς
-
3 κύβησις
-
4 κίβισις
См. также в других словарях:
κυβισίς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κήλη» … Dictionary of Greek
1 κύβισις
2 κυβισίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυβισίς
3 κύβησις
4 κίβισις
κυβισίς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κήλη» … Dictionary of Greek