-
1 κύβηλις
κύβηλις, - εωςGrammatical information: f.Meaning: = μάχαιρα, ἄμεινον δε πέλεκυς, ᾦ τὰς βοῦς καταβάλλουσι τινἐς την τυρόκνηστίν φασιν H. (com., Lyc.);Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained. Wrong Fick KZ 42, 288 (s. WP. 1, 330). On ἀγερσι-κύβηλις s. Chantr., R. Et. Gr. 1962, 390. Prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 2,38Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κύβηλις
-
2 κύβηλις
κύβηλιςaxe: fem nom sg -
3 Κυβηλίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κυβηλίς
-
4 κύβηλις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύβηλις
-
5 Κυβηλίδα
Κυβηλίςfem acc sg -
6 Κυβηλίδες
Κυβηλίςfem nom /voc pl -
7 Κυβηλίδος
Κυβηλίςfem gen sg -
8 κυβήλης
κύβηλιςaxe: fem nom /voc pl (doric aeolic) -
9 κύβηλιν
κύβηλιςaxe: fem acc sg -
10 Κυβέλη
Κῠβέλη, ἡ, Cybele, E.Ba.79 (lyr.), Ar.Av. 877, etc.:—from [full] Κύβελον, τό, or [full] Κύβελα, τά, mountain in Phrygia, D.S.3.58, Str.12.5.3:— hence Adj. [full] Κῠβεληγενής, St.Byz.:—also [full] Κῠβήβη, Hippon.120 (dub.), Hdt.5.102, Anacreont.11.1; equated with Aphrodite by Charon Hist. ( FHGiv p.627):—fem.Adj. [full] Κῠβηλίς, ίδος, ἡ, Cybelian,AΚυβηλίδος ὄργανα Ῥείης Nonn.D.10.387
, 14.214, cf. Hippon.121, prob.in St.Byz. s.v. Κυβέλεια:—also [full] Κῠβεληΐς, Nonn.D.14.10, al. -
11 ἀγερσικύβηλις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγερσικύβηλις
-
12 ἀγωνιστήριος
A = ἀγωνιστικός, κύβηλις Anaxipp.6.6.II [suff] ἀγων-ιστήριον, τό, place of assembly, Aristid.1.108 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγωνιστήριος
См. также в других словарях:
κυβηλίς — κυβηλίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κυβελήιος … Dictionary of Greek
κύβηλις — κύβηλις, εως, ἡ (Α) 1. είδος πελέκεως 2. τρίφτης τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κύβηλις — axe fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβηλίδα — Κυβηλίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβηλίδες — Κυβηλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβηλίδος — Κυβηλίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβήλης — κύβηλις axe fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύβηλιν — κύβηλις axe fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβελήιος — κυβελήϊος, ΐα, ον, θηλ. και κυβεληΐς και κυβηλίς, ίδος (Α) [Κυβέλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κυβέλη … Dictionary of Greek
κυβηλίζω — (Α) [κύβηλις] χτυπώ με τον πέλεκυ, πελεκίζω … Dictionary of Greek
κυβηλικός — κυβηλικός, ή, όν (Α) [κύβηλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πέλεκυ … Dictionary of Greek