-
1 κόσμιος
2 of persons, orderly, well-behaved, δίκαιοι καὶ σοφοὶ καὶ κ. ib.89;κ. καὶ σώφρων Lys.21.19
;κ. καὶ εὔκολοι Pl.R. 329
d;κ. καὶ φρόνιμος ψυχή Id.Phd. 108
a;χρηστὸς εἶ καὶ κ. Nicopho 16
;ἥτις ἐστὶ κοσμία γυνή Anaxandr.56
, cf. Arist.Pol. 1277b23;κ. ἐν διαίτῃ Pl. R. 408
b;πρὸς τοὺς θεούς Id.Smp. 193
a;οἱ κοσμιώτατοι φύσει Id.R. 564
e; of a patient, quiet, Hp.Acut.65: freq. in Oratt., of honest, orderly citizens, Lys.26.3, etc.;τοὺς πολίτας -ιωτέρους ποιεῖν Isoc.20.18
; modest,ὁμιλία X.Mem.3.11.14
([comp] Sup.); τὸ κ. decency, order, S.El. 872, Pl.Lg. 802 e. Adv. κοσμίως regularly, decently, Ar.Pl. 709, 978, al.;κ. ἔχειν Pl.Phd.68
c; κ. ἥκομεν as befits us, Id.Sph. 216 a;κ. βιοῦν Lys.3.6
: [comp] Comp. - ιώτερον, βεβιωκέναι Isoc.15.162
: [comp] Sup. - ώτατα, τὰς συμφορὰς φέρειν Lys.3.4
.II Subst. κόσμιος, ὁ, ( κόσμος IV) = κοσμοπολίτης, Plu.2.600 f, Arr.Epict.1.9.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόσμιος
См. также в других словарях:
υπερκόσμιος — α, ο / ὑπερκόσμιος, ον, ΝΜΑ αυτός που υπερβαίνει τον αισθητό κόσμο, υπερφυσικός, ουράνιος, θεϊκός νεοελλ. 1. (φιλοσ.) αυτός που βρίσκεται πέρα από κάθε εμπειρία, αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής εμπειρικής γνώσης 2. φρ. «υπερκόσμια μεταφυσική»… … Dictionary of Greek