1 κόσμησις
ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσι καὶ κοσμήσεσι Pl.Grg. 504
ἡ τῆς πόλεως καὶ τοῦ βουλευτηρίου κ. BGU 1024 viii 10
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόσμησις