-
1 συν-ωρίζω
συν-ωρίζω, zusammenspannen (ein Zweigespann, συνωρίς); ἵππους, Ael. H. A. 15, 24; übertr., med., συνωρίζου χέρα, Eur. Bacch. 198, verbinde deine Hand mit der meinigen, d. i. reiche mir die Hand; ὄφρα δύο κόρυμβοι μέσσα συνορίζωσι, Nic. bei Ath. XV, 683 c.
-
2 κορυμβίας
κορυμβίας, ὁ, Traubenbüschel (κόρυμβοι) tragend, Epheu, Theophr.
-
3 εὔ-σπειρος
εὔ-σπειρος, schön gewunden, sich schön schlängelnd, κόρυμβοι Antip. Sid. 27 (VI, 219).
-
4 κορυμβίας
См. также в других словарях:
κόρυμβοι — κόρυμβος uppermost point masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek