-
1 κόρνοψ
-
2 κόρνοψ
A locust, like πάρνοψ, Str.13.1.64 (but κορνώπιδες = κώνωπες, Hsch.):—hence [full] Κορνοπίων, ωνος, ὁ, Locust-scarer, title of Heracles at Oeta, Str.l.c. -
3 κόρνοψ
-
4 κόρνοψ
κόρνοψ, - οποςGrammatical information: m.Meaning: `locust'See also: s. πάρνοψ.Page in Frisk: 1,923Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόρνοψ
-
5 πάρνοψ
-
6 πάρνοψ
Grammatical information: m.Meaning: `locust' (Ar.).Other forms: Aeol. Boeot. (Str. 13, 1,64) πόρνοψ, also κόρνοψ (Str. l.c.), - οπος. There is also πρανώ ἀκρίδος εἶδος H. and κάρνος μεγάλη ἀκρίς H. (Furnée 344, 388).Derivatives: Παρνόπιος(-πίων) Άπόλλων (Paus., Str.), as defender against locusts, like Κορνοπίων, - ωνος as surname of Heracles in Oitaia (Str.); from it the Aeol. month-name Πορνόπιος, - πίων (Cyme, Str.). -- κορνώπιδες κώνωπες H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like δρύοψ, σκάλοψ and other animal-names (Chantraine Form. 259, Schwyzer 426 w. n. 4); further unknown. The form with κ- may have been dissimilated from π- (cf. Schwyzer 29 8 f.). Suppositions which must be rejected (from Solmsen, Bally, Sturtevant) in Bq; not better Strömberg Wortstud. 16 f. -- Given the fact that there are more forms it is probable that we are not concerned sith a simple dissimilation; I think the word had a labio-velar of which the labial element could be lost before o (and the o itself is prob. from α after labio-velar). - οπ- is a Pre-Greek suffix.Page in Frisk: 2,475-476Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πάρνοψ
См. также в других словарях:
κόρνοψ — κόρνοψ, οπος, ὁ (Α) είδος ακρίδας, ο πάρνοψ* («ἀπὸ τῶν παρνόπων, οὓς οἱ Οἰταῑοι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τών πόρνοψ, πάρνοψ*] … Dictionary of Greek
άκορνα — ἄκορνα, η (Α) το ακανθώδες φυτό Cnicus Acorna. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Παρετυμολογικά συνδέεται με λ. όπως ἄκρος, ἀκή κ.λπ., οι οποίες ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *ακ «οξύς, αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», ενώ το τέρμα ρνα οδηγεί στη σκέψη… … Dictionary of Greek
κορνοπίων — κορνοπίων, ωνος, ὁ (Α) (για τον Ηρακλή) αυτός που φυγαδεύει, που διώχνει τους κόρνοπας, τις ακρίδες («κορνοπίωνα τιμᾱσθαι παρ ἐκείνοις Ἡρακλέα ἀπαλλαγῆς ἀκρίδων χάριν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρνοψ, οπ ος + κατάλ. ίων (πρβλ. κερκ ίων, μαχαιρ… … Dictionary of Greek
πάρνοψ — και πόρνοψ, οπος, ὁ, Α είδος ακρίδας («ἀπό τῶν παρνόπων, οὕς οἱ Οἰταῑαι κόρνοπας λέγουσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τα περκνός «μαύρος», «πράκνον μέλανα» (Ησύχ.) και περκνό πτερος. Ο τ. εμφανίζει κατάλ … Dictionary of Greek