-
1 κόριψ
κόριψ· νεανίσκος, Hsch.; cf. κόρος (B). [full] κορκόδειλος, [full] κορκόδριλλος, [full] κορκοδρίλλιον,A v. κροκόδιλος. [full] κορκόδρυα· ὑδρόρυα, Id. [full] κόρκορα, a bird (Perg.), Id. [full] κόρκορος, v. κόρχορος. -
2 κόρχορος
κόρχορος, ὁ,A = ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ, blue pimpernel, Anagallis caerulea, Ps.-Dsc.2.178;παροιμιαζόμενος διὰ πικρότητα Thphr.HP7.7.2
; [full] κόρκορος in Ar.V. 239, Nic.Th. 626: prov., κ. ἐν λαχάνοισι, 'a tailor among kings', Sch.Ar.l.c., etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόρχορος
-
3 κόρχορος
Grammatical information: m. (Thphr., Ps.-Dsc.),Meaning: plant-name, `blue pimpernel, ἀναγαλλὶς ἡ κυανῆ, Anagallis caerulea'; on the meaning Thiselton-Dyer JournofPhil. 33, 201.Other forms: κόρκορος (Ar. V. 239, Nic. Th. 626)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Reduplicated formation (s. Strömberg Pflanzennamen 21); Pre-Greek.Page in Frisk: 1,927Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόρχορος
См. также в других словарях:
κόρκορος — ο (Α κόρκορος) νεοελλ. είδος αγριολάχανου αρχ. 1. κόρχορος* («κᾆθ ἥψομεν τοῡ κορκόρου, κατασχίσαντες αὐτόν», Αριστοφ.) 2. παροιμ. «κόρκορος ἐν λαχάνοισι» για αναξίους που θέλουν να συγκαταλέγονται μεταξύ τών σπουδαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόρχορος] … Dictionary of Greek
κόρχορος — (Corchorus). Γένος τροπικών ποών ή, σπανιότερα, μικρών θάμνων της οικογένειας των τιλιιδών. Πρόκειται για φυτό με μεγάλα, αντίθετα, οδοντωτά και έμμισχα φύλλα· τα άνθη του είναι μικρά, έμμισχα και κίτρινα, με πέντε πέταλα. Ο κ. είναι αρκετά… … Dictionary of Greek