-
1 κόνιστρα
κόνῑσ-τρα, ἡ,2 arena in a wrestling school, Lyc.867, Plu.2.638c;δρόμοι καὶ κ. καὶ γυμνάσια Ael.NA11.10
, cf. 6.15, Eust.382.32; also in a theatre, Suid. s.v. σκηνή.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόνιστρα
См. также в других словарях:
πολεμίστρα — η, ΝΜ άνοιγμα στο τείχος οχυρού ή κατάλληλα διαρρυθμισμένη θυρίδα στην κορυφή του, από όπου ο πολεμιστής μπορεί να πυροβολεί ή, κατά τον μεσαίωνα, να ρίχνει βέλη προστατευόμενος από τα εχθρικά πυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμίζω + επίθημα τρα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
σφαιρίστρα — ἡ, Α το σφαιριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρίζω + επίθημα τρα (πρβλ. κονίσ τρα)] … Dictionary of Greek
σφενδονίστρα — ἡ, Α σφενδόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφενδονίζω + επίθημα τρα (πρβλ. κονίσ τρα)] … Dictionary of Greek
κονίστρα — η (ΑM κονίστρα) νεοελλ. κάθε πνευματικό, κοινωνικό ή πολιτικό πεδίο δράσης, όπου διαγωνίζεται κάποιος με άλλους, στίβος («είναι πολλά χρόνια γνωστός στην πνευματική κονίστρα») μσν. αρχ. 1. σκάμμα καλυμμένο με λεπτή άμμο, όπου πάλευαν και… … Dictionary of Greek