-
1 κόλλοπες
κόλλοψpeg: masc nom /voc pl -
2 μαστροπός
μαστροπός, auch μαστρωπός geschrieben ( ΜΑΩ, vgl. μαστρός), ὁ u. ἡ, Kuppler, Kupplerinn, nach Ath. X, 443 τὰς μαστροποὺς τὰς εἰϑισμένας προαγωγεύειν τὰς ἐλευϑέρας.γυναῖκας; bes. bei Comic., μαστροποὶ κόλλοπες Diphil. bei Ath. VII, 292 b; Philostr.; Luc. Tox. 13 u. öfter, – Maneth. sagt auch μαστροπὰ ἔργα τελοῦντες, = μαστρο-ποί, 4, 306. – Bei Hesych. steht auch μαστροφός, vielleicht verschrieben.
-
3 φόρμιγξ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φόρμιγξ
См. также в других словарях:
κόλλοπες — κόλλοψ peg masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)