-
1 κόκκυγας
κόκκῡγας, κόκκυξcuckoo: masc acc pl -
2 ἡδύνω
A , Diph.24:—[voice] Pass., [tense] aor. 1ἡδύνθην Antiph.90
: [tense] pf.ἥδυσμαι Pl.
(v. infr.), inf.ἡδύνθαι Phot.
: ([etym.] ἡδύς):— season a dish, c. acc., [ κόκκυγας] Epich.164;ὄψον Pl.Tht.
l.c.;κρόμμυον.. οὐ μόνον σῖτον ἀλλὰ καὶ ποτὸν ἡδύνει X.Smp.4.8
; make pleasant, γεῦσιν, οἴνους, Thphr.Od.9,10; even of salt (cf.ἡδονή 11
), Arist.Mete. 359a34.II metaph.,ἡ. θῶπας λόγους Pl.Tht.
l.c.;ὁ ποιητὴς ἡ. τὸ ἄτοπον Arist.Po. 1460b2
:—[voice] Pass., , cf. Arist.Po. 1449b28, Pol. 1340b17, D.H.Comp. 25; .2 delight, coax, gratify,κόλαξ ἥδυνέ τινα λόγῳ Diph.24
;ἡ. τὴν ἀκοήν D.H.Comp.14
:—[voice] Pass., Timo17.
См. также в других словарях:
κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… … Dictionary of Greek
κόκκυγας — ο το κατώτερο οστό της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου: Έκαμε εγχείρηση κόκκυγα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόκκυγας — κόκκῡγας , κόκκυξ cuckoo masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκκυγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τελικό τμήμα τής σπονδυλικής στήλης, στο οστό κόκκυγας («κοκκυγικός μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκυξ, υγος «το οστό κόκκυγας». Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δημ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
κοκκύζω — (Α κοκκύζω, δωρ. τ. κοκκύσδω) [κόκκυ] νεοελλ. (γι αυτούς που έχουν προσβληθεί από κοκκύτη) βήχω συνεχώς αρχ. 1. (για το πτηνό κόκκυγας) φωνάζω «κούκου» («ἦμος κόκκυξ κοκκύζει δρυὸς ἐν πετάλοισι τὸ πρῶτον», Ησίοδ.) 2. (για τον πετεινό) κραυγάζω,… … Dictionary of Greek
κωλονούρι — και κωλονόρι, το το κάτω άκρο τής σπονδυλικής στήλης, ο κόκκυγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + νούρι (< νουρά < την ουρά με απόσπαση τού ν ), πρβλ. μελα νούρι] … Dictionary of Greek
κόκκυξ — ο (AM κόκκυξ, υγος) βλ. κόκκυγας … Dictionary of Greek
λεκάνη — Πλατύ ανοιχτό δοχείο, συνήθως κυκλικού σχήματος, το οποίο χρησιμοποιείται για το πλύσιμο και άλλες οικιακές ανάγκες· πεδιάδα που περιβάλλεται από βουνά ή κλειστή θάλασσα· το κατώτερο τμήμα του ανθρώπινου κορμιού, η πύελος. Λ. ονομάζεται και η… … Dictionary of Greek
σφοντύλι — το / σφονδύλιον, ΝΜΑ, και σπονδύλιον ΜΑ, και σφονδύλειον Α νεοελλ. 1. είδος πτηνού 2. φρ. «τού ρθε [ή τού φάνηκε] ο ουρανός σφοντύλι» ζαλίστηκε τόσο από δυνατό χτύπημα ή αναπάντεχο πάθημα που νόμισε ότι ο ουρανός γυρίζει σαν το σφοντύλι στο… … Dictionary of Greek
σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… … Dictionary of Greek