-
1 κοθεν
-
2 ποθεν
I.Iadv. энкл. [πού] откуда-либоὅσσα τέ οἱ νῦν ἐστὴ καὴ εἴ π. ἄλλα γένοιτο Hom. — то, что ныне имеется, и другое, (что) откуда-л. могло бы появиться;
ἐκ βιβλίου π. Plat. — из какой-л. книги;ἐντεῦθέν π. Plat. — так или иначеIIII.ион. κόθεν adv. interr. и relat. [ποῦ]1) откуда Hom. etc.π. γῆς ἦλθες ; Eur. — из какой страны пришла ты?;
π. ἄρξωμαι ; Aesch. — с чего бы мне начать?;πῶς καὴ π. ; Plat. — как и откуда?;π. ἔχω ; Plat. — откуда же мне знать?2) как, каким образомπ., ὦ ΄γαθέ ; Plat. — каким же это образом, мой милый?
См. также в других словарях:
κοθέν — κοθεν , ποθεν whence? ionic (enclitic indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόθεν — πόθεν whence? ionic (indeclform adverb) κοθεν , ποθεν whence? ionic (enclitic indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοθεν — ποθεν whence? ionic (enclitic indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πο- — ριζικό θέμα τών ερωτηματικών (όταν τονίζεται) και τών αόριστων (όταν είναι εγκλιτικό) επιρρημάτων και αντωνυμιών που ανάγεται στην IE ρ. *kwo (πρβλ. γερμ. hvas, Κατ. quod, αρμ. ο, λιθουαν. kas, αρχ. σλαβ. kŭ to). Η ρίζα αυτή έχει και τις μορφές:… … Dictionary of Greek
πόθεν — ΝΜΑ, και ιων. τ. κόθεν, Α επίρρ. νεοελλ. φρ. «πόθεν έσχες» δημόσιος κοινωνικός έλεγχος αξιωματούχου που διαχειρίστηκε δημόσιο χρήμα ή καθενός που πλούτισε ξαφνικά χωρίς εμφανείς πόρους αρχ. 1. από ποιο τόπο, από πού; (α. «εἰρώτα δὴ ἔπειτα, τίς… … Dictionary of Greek
Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… … Dictionary of Greek