-
1 κογχάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κογχάριον
-
2 κόγχη
κόγχ-η, ἡ,A mussel or (perh.) cockle, Emp.76.1, Sophr.25, X.An.5.3.8, Arar. 8.2, Posidipp.14.2; including several species, Arist.HA 528a22, 547b13, 622b2; ; κόγχην διελεῖν to open a mussel, prov. of an easy task, Telecl. 19; κόγχης ἄξιον, i.e. worthless, Hsch., Suid.II anything like a mussel-shell, esp. shell-like cavity in the body, as,IV niche for a statue, CIG 4556 ([place name] Palestine); apse, Epigr.Gr.446.3 ([place name] Medjed).V fourth part of a sphere, Hero *Stereom.1.40. (Cf. Skt. śa[ndot ]khás 'conch-shell'.) -
3 κογχίζω
A dye purple, PGrenf.2.87.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κογχίζω
-
4 κογχίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κογχίον
-
5 κογχιστής
A dyer, PGrenf.2.87.9 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κογχιστής
-
6 κογχιστική
κογχ-ιστική, ἡ,A trade of purple-dyeing, ib. 14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κογχιστική
-
7 κογχίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κογχίτης
-
8 κογχώδης
κογχ-ώδης, ες,A f.l. for κοχλιώδης, Ath.3.86b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κογχώδης
-
9 κογχωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κογχωτός
См. также в других словарях:
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek
νεβρίτης — νεβρίτης, ὁ (Α) αυτός που μοιάζει με νεβρίδα («νεβρίτης λίθος» πολύτιμος ιερός λίθος τού Βάκχου ο οποίος έμοιαζε με δέρμα νεβρού, Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα ίτης, δηλωτικό ονομ. λίθων (πρβλ. κογχ ίτης, λυχν ίτης)] … Dictionary of Greek
νεμεσίτης — νεμεσίτης, ὁ (Α) λίθος που, όπως πιστευόταν, είχε μαγικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέμεσις + κατάλ. ίτης, ονομ. δηλωτική λίθων (πρβλ. κογχ ίτης, λυχν ίτης)] … Dictionary of Greek
νευρίτης — (I) ο (ανατ. βιολ.) ο νευράξονας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurite < νεύρο + κατάλ. ίτης]. (II) νευρίτης, ὁ (Α) φρ. «νευρίτης λίθος» είδος λίθου με ινώδεις διακλαδώσεις, νερά, που μοιάζουν με νεύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ.… … Dictionary of Greek
οσμύλη — ὀσμύλη, ἡ (Α) ο θαλάσσιος πολύποδας ελεδώνη, το μοσχοχτάποδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα ύλη (πρβλ. κογχ ύλη)] … Dictionary of Greek
ροχαλίζω — ῥογχαλίζω, ΝΑ, και ρουχαλίζω Ν αναπνέω θορυβωδώς κατά τη διάρκεια τού ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥογχαλίζω είναι εκφραστικό παράγωγο τού ρ. ρέγχω* σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. ρογχάζω) με ένθημα αλ (πρβλ. κογχ αλ ίζω) και… … Dictionary of Greek