-
1 κωράλιον
κωράλιον, τό, od. κωράλλιον, = κοράλλιον, Koralle, Sp.
-
2 κωράλιον
κωράλιον, τό, Koralle -
3 κοράλλιον
κοράλλιον, τό, oder κοράλιον, S. Emp. pyrrh. 1, 119, ion. κουράλιον, D. Per. 1103 u. a. D., so auch Luc. pro merc. cond. 1 (v. l. κουράλλιον) sicil. κωράλιον; – die Koralle, bes. die rothe Koralle, Theophr., Diosc. u. a. Sp. Bei Aleiphr. 1, 39 scheint es = Püppchen zu sein (dim.. von κόρη). Vgl. auch Luc. a. a. O. u. Hesych. δαγύς.
См. также в других словарях:
κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… … Dictionary of Greek