-
1 κωπηλάτης
κωπ-ηλάτης, ὁ, der das Ruder, od. mit dem Ruder das Schiff in Bewegung setzt, der Ruderer. Von einem Seetier -
2 κωπεύς
κωπεύς, ὁ, Ruderholz, breites, zum Rudern taugliches oder gebräuchliches Holz, B. A. 274, 32; Her. 5, 23 ist verbunden ἴδη ναυπηγήσιμος καὶ πολλοὶ κωπέες καὶ μέταλλα ἀργύρεα; so auch Ar. Ach. 526, κωπέων πλατουμένων, vom Schol. richtig erkl.; so Andoc. 2, 11; Theophr.; vgl. Att. Seew. XIV b 114. – Deswegen ist auch Ar. Lys. 422 wohl nicht an Ruderer zu denken, wie der Schol. es κωπηλάτης erkl.; vgl. Böckh's Staatshaush. I p. 75. 119.
-
3 κίρκος
κίρκος, ὁ, 1) eine Habicht- od. Falkenart, von den Kreisen benannt, die sie im Schweben beschreiben; ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίϑεσσιν Il. 17, 757, vgl. 22, 139; sein Flug galt als vorbedeutend, daher er Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος heißt, Od. 15, 526; auch ἴρηξ κίρκος verbunden, etwa der kreisende Habicht, 13, 87; Folgde; κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι Aesch. Prom. 859; Pers. 203 Suppl. 221; Arist. H. A. 9, 1, 36. – 2) eine Wolfsart, Opp. Cyn. 3, 304. – 3) der Kreis, vgl. κρίκος, der rom. circus, Pol. 30, 13. – Phot. u. Hesych. erkl. es auch durch κωπηλάτης.
См. также в других словарях:
κωπηλάτης — rower masc nom sg κωπηλατέω pull an oar imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλάτης — ο (AM κωπηλάτης, Μ και κωπελάτης) αυτός που χειρίζεται τα κουπιά, ερέτης («ὡς κωπηλάτης πρότερον, δεύτερον ὡς πλωρήτης», Πρόδρ.) νεοελλ. στον πληθ. ζωολ. οι κωπηλάτες ομοταξία χιτωνοζώων αρχ. φρ. («κωπηλάτης πολύπους» είδος πολύποδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κωπηλάτης — ο αυτός που τραβάει κουπί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωπηλάται — κωπηλάτης rower masc nom/voc pl κωπηλάτᾱͅ , κωπηλάτης rower masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλατῶν — κωπηλάτης rower masc gen pl κωπηλατέω pull an oar pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλάταις — κωπηλάτης rower masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλάτην — κωπηλάτης rower masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… … Dictionary of Greek
επίκωπος — ο (Α ἐπίκωπος, ον) [κώπη] ο κωπηλάτης που ρυθμίζει την κωπηλασία, ο τελευταίος προς την πρύμνη αρχ. 1. κωπηλάτης 2. (για σκάφος) ο εφοδιασμένος με κουπιά 3. (για ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο) αυτός που εκτείνεται ώς τη λαβή 4. το θηλ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… … Dictionary of Greek
ζυγίτης — ο (Α ζυγίτης) νεοελλ. ο κωπηλάτης που κάθεται στον ζυγό τής βάρκας αρχ. ο ερέτης, ο κωπηλάτης που καθόταν στη μεσαία από τις τρεις έδρες (σέλματα, πάγκους), τις τοποθετημένες επαλλήλως για τους κωπηλάτες τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν. Άλλος τ.… … Dictionary of Greek