-
1 κωνοειδως
в форме конуса, конически Plut.
См. также в других словарях:
κωνοειδῶς — κωνοειδής conical adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωνοειδής — (Γεωμ.). Βλ. λ. κώνος (κωνοειδής). * * * ές (Α κωνοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα κώνου, κωνικός («τῆς γῆς σκίασμα κωνοειδές», Διόδ.) αρχ. 1. σύντομος, περιεκτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κωνοειδές το κωναριο(ν), η επίφυση τού εγκεφάλου. επίρρ...… … Dictionary of Greek
ԿՈՆԱՁԵՒԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 1115 Chronological Sequence: 8c մ. κωνοειδῶς instar coni. Ի ձեւ կոնի կամ կոնոսի. *Ըստ ձեւի գնդատեսիլ մարմնոյն ʼի թիկանց կողմանէն արեգակնային ճառագայթիցն կոնաձեւապէս աղխեալ. Նիւս. կազմ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)