1 κωμῳ-διδάσκαλος
κωμῳ-διδάσκαλος, ὁ, falsch abgekürzte Form für κωμῳδοδιδάσκαλος, Arist. de anim. 1, 3.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κωμῳ-διδάσκαλος