Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κωμῳδίαι

См. также в других словарях:

  • κωμῳδίαι — κωμῳδία comedy fem nom/voc pl κωμῳδίᾱͅ , κωμῳδία comedy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδίᾳ — κωμῳδίαι , κωμῳδία comedy fem nom/voc pl κωμῳδίᾱͅ , κωμῳδία comedy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • Γκολντόνι, Κάρλο — (Carlo Goldoni, Βενετία 1707 – Παρίσι 1793). Ιταλός κωμωδιογράφος. Από μικρός έδειξε εξαιρετική αγάπη για το θέατρο και σε ηλικία μόλις 8 ετών έγραψε το πρώτο έργο του για το οικογενειακό θεατράκι. Καθώς ο πατέρας του ήταν γιατρός και πήγαινε από …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»