-
1 κωμωδίαι
-
2 κωμῳδίαι
-
3 βιο-λογικαὶ
βιο-λογικαὶ κωμῳδίαι, Mimen, Suid.
-
4 κωμωδία
κωμῳδίᾱ, κωμῳδίαcomedy: fem nom /voc /acc dualκωμῳδίᾱ, κωμῳδίαcomedy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————κωμῳδίαι, κωμῳδίαcomedy: fem nom /voc plκωμῳδίᾱͅ, κωμῳδίαcomedy: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 βιολογικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιολογικός
-
6 διασκευή
διασκευ-ή, ἡ,A construction, Aristeas 64, al.II equipment,δ. νομαδική Plb.8.29.7
;δ. πολεμική D.S.4.38
; furniture or vessels,τῆς σκηνῆς LXXEx.31.7
, cf. Plb.30.26.3, Agatharch.8(pl.).V = ἀνασκευή, δ. καὶ χλευασμὸς τοῦ διδασκαλείου Porph.VP53.VI theatrical performance,κωμῳδίαι καὶ δ. D.Chr.32.94
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκευή
-
7 βιολογικαὶ
βιο-λογικαὶ κωμῳδίαι, Mimen
См. также в других словарях:
κωμῳδίαι — κωμῳδία comedy fem nom/voc pl κωμῳδίᾱͅ , κωμῳδία comedy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμῳδίᾳ — κωμῳδίαι , κωμῳδία comedy fem nom/voc pl κωμῳδίᾱͅ , κωμῳδία comedy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
Γκολντόνι, Κάρλο — (Carlo Goldoni, Βενετία 1707 – Παρίσι 1793). Ιταλός κωμωδιογράφος. Από μικρός έδειξε εξαιρετική αγάπη για το θέατρο και σε ηλικία μόλις 8 ετών έγραψε το πρώτο έργο του για το οικογενειακό θεατράκι. Καθώς ο πατέρας του ήταν γιατρός και πήγαινε από … Dictionary of Greek